ὁδοιπορία

From LSJ
Revision as of 19:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδοιπορία Medium diacritics: ὁδοιπορία Low diacritics: οδοιπορία Capitals: ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ
Transliteration A: hodoiporía Transliteration B: hodoiporia Transliteration C: odoiporia Beta Code: o(doipori/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A walking, h.Merc.85, Hp.Fract. 15 (pl.), Hdt.2.29,8.118 ; ὁδοιπορίαις καὶ δρόμοις γυμνάζειν X.Cyr.1.2.10 ; τὸ ἄδηλον τῆς ὁ. the uncertainty of the journey by road, POxy.118v.6 (iii A. D.); power of walking, Nonn.D.25.552 ; journey, σημαίνειν μέτρον ὁδοιπορίας IG22.2640.

German (Pape)

[Seite 293] ἡ, die Wanderung, Reise; ὁδοιπορίην ποιεῖσθαι, Her. 2, 29; plur., 8, 118; Xen. Cyr. 1, 2, 10 Oec. 20, 18; oft bei Sp., wie Hdn., Antiphil. 5 (VI, 199).

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοιπορία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ὁδοιπορία, «ταξεῖδι», δρόμος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 85, Ἱππ. Ἀγμ. 762· ὁδ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 2. 29, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 2, 10, κτλ.· σημαίνειν μέτρον ὁδοιπορίας Συλλ. Ἐπιγρ. 525· - ἰδίως ὁδοιπορία, «ταξῖδι» διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ διὰ θαλάσσης (πλοῦς), Ἡρόδ. 8. 118, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
marche, voyage ; particul. voyage par terre.
Étymologie: ὁδοιπόρος.

English (Strong)

from the same as ὁδοιπορέω; travel: journey(-ing).

English (Thayer)

(ὁδοποιέω) ὁδοποιῶ; in Greek writings from Xenophon down, to make a road; to level, make passable, smooth, open, a way; and so also in the Sept.: ὡδοποιησε τρίβον τῇ ὀργή αὐτοῦ, for פִּלֵס, סָלַל, to construct a lever way by casting up an embankment, פִּנָּה, דֶּרֶך פִּנָּה, Song of Solomon , at least apparently, in L Tr marginal reading WH marginal reading (see ποιέω, I:1a. and c.) (with ὁδόν added, Xenophon, anab. 4,8, 8).

Greek Monolingual

η (Α ὁδοιπορία και ιων. τ. ὁδοιπορίη) οδοιπόρος
1. πορεία σε δρόμο, πεζοπορία
2. μεγάλη πορεία («ὁ oὖv Ἰησοῡς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο», ΚΔ)
αρχ.
1. το ταξίδι διά μέσου ξηράς σε αντιδιαστολή με το ταξίδι διά μέσου θαλάσσης
2. αντοχή κατά τη διάρκεια πεζοπορίας.

Greek Monotonic

ὁδοιπορία: Ιων. -ίη, ἡ, ταξίδι, διαδρομή, πεζοπορία, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὁδοιπορία: ион. ὁδοιπορίη ἡ путешествие, поездка, путь: παρὰ τὸν ποταμὸν ὁδοιπορίην ποιεῖσθαι Hom. совершать путь вдоль реки, т. е. берегом; ὁδοιπορίῃσι διαχρᾶσθαι Her. идти сухим путем.

Middle Liddell

ὁδοιπορία, ἡ,
a journey, way, Hdt., etc.