γάποτος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
[ᾱ], ον,
A to be drunk up by Earth, γ. χύσις, γ. χοαί, γ. τιμαί, of libations, A.Ch.97,164, Pers.621.
German (Pape)
[Seite 474] dor. = γηπετής u. s. w.
Greek (Liddell-Scott)
γάποτος: ον [ᾱ], ὃν δύναται νὰ καταπἰῃ ἡ γῆ, γ. χύσις, γ. τιμαί, ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 97, 163, Πέρσ. 621· πρβλ. γάπεδον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dor.
qui doit être bu par la terre (liquide, libation, etc.).
Étymologie: γῆ, πίνω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
bebido por la tierra esp. de libaciones χύσις A.Ch.97, χοαί A.Ch.164, τιμαί A.Pers.621.
Greek Monolingual
γάποτος, -ον (Α)
αυτός που τον πίνει η γη, που χύνεται στο χώμα και απορροφάται («γάποτοι τιμαί» — οι νεκρικές χοές).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -ποτος < πίνω.
Greek Monotonic
γάποτος: -ον, [ᾱ], αυτός που απορροφάται από τη γη, λέγεται για τις σπονδές, σε Αισχύλ.