καθιππάζομαι

From LSJ
Revision as of 23:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθιππάζομαι Medium diacritics: καθιππάζομαι Low diacritics: καθιππάζομαι Capitals: ΚΑΘΙΠΠΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: kathippázomai Transliteration B: kathippazomai Transliteration C: kathippazomai Beta Code: kaqippa/zomai

English (LSJ)

Ion. κατ-:    I trans., ride down, overrun with horse, Χώρην Hdt.9.14.    2 metaph., trample under foot, δαίμονας A. Eu.150(lyr.); νόμους ib.779(lyr.), cf. 731: later c. gen., κ. φιλοσοφίας D.L.4.47.    II Pass., pf. καθιππάσθαι Machoap.Ath.13.581d (sens. obsc.).    III intr., ride, Polyaen.1.3.5.

German (Pape)

[Seite 1286] eigtl. niederreiten, durch Reiterei überwältigen, verwüsten, ἡ ἵππος κατιππάσατο χώρην Her. 9, 14. Uebertr., bewältigen, überrennen, mit dem Nebenbegriffe des Uebermuthes u. beleidigenden Hohnes, νέος δὲ γραίας δαίμονας καθιππάσω Aesch. Eum. 145, θεοὶ νεώτεροι παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε 776, Gesetze mit Füßen treten. So auch ἀφορμὰς δεδωκὼς τοῖς βουλομένοις καθιππάσασθαι τῆς φιλοσοφίας D. L. 4, 47, gegen die Philosophie losziehen. Im obscönen Sinne, Macho bei Ath. XIII, 581 e.

Greek (Liddell-Scott)

καθιππάζομαι: μέλλ. -άσομαι: ἀποθ.: 1) μεταβ. διατρέχω τόπον τινὰ ἔφιππος, ἐπὶ ἱππικοῦ στρατεύματος, ἡ δὲ ἵππος προελθοῦσα κατιππάσατο χώρην τὴν Μεγαρίδα Ἡρόδ. 9. 14. 4) καταπατῶ ἔφιππος, καὶ ἁπλῶς καταπατῶ, ὡς τό, λὰξ πατεῖν, προσβάλλω παραβιάζω, νέος γραίας δαίμονας καθιππάσσω Αἰσχύλ. Εὐμ. 150· ἐπεὶ καθιππάζει με πρεσβῦτιν νέος αὐτόθι 731· παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε αὐτόθι 779· παρὰ μεταγεν. μετὰ γεν., καθ. φιλοσοφίας Διογ. Λ. 4. 47· πρβλ. καθιππεύω. II. ὡσαύτως ὡς παθ., πρκμ. καθιππάσθαι Μάχων παρ’ Ἀθην. 581D, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας (καθιππᾶσθαι διάφ. γραφ.).

Greek Monolingual

καθιππάζομαι, ιων. τ. κατιππάζομαι (Α)
1. διατρέχω μια χώρα έφιππος («ἡ δὲ ἵππος προελθοῡσα κατιππάσατο χώρην τὴν Μεγαρίδα», Ηρόδ.)
2. μτφ. καταπατώ, προσβάλλω («παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε», Αισχύλ.)
3. μτφ. καταστρέφω
4. ιππεύω, καβαλικεύω
5. (με παθ. διάθ., μτφ. με αισχρή σημ.) καβαλικεύομαι, συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱππάζομαι (< ἵππος)].

Greek Monotonic

καθιππάζομαι: μέλ. -άσομαι, αποθ.
1. διατρέχω έφιππος, τσαλαπατώ με το άλογο, σε Ηρόδ.
2. καταπατώ έφιππος, ποδοπατώ, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθιππάζομαι [κατά, ἱππάζω] Ion. aor. 3 sing. κατιππάσατο, (met de ruiterij) afstropen:; κατιππάσατο χώρην τὴν Μεγαρίδα de ruiterij stroopte het platteland van Megara af Hdt. 9.14; overdr. vertrappen:. παλαιοὺς νόμους καθιππάσασθε oude wetten hebben jullie vertrapt Aeschl. Eum. 779.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθιππάζομαι: ион. κᾰτιππάζομαι
1) захватывать или опустошать конницей (τὴν χώρην Her.);
2) перен. топтать конями, попирать (ногами), оскорблять (γραίας δαίμονας, παλαιοὺς νόμους Aesch.): κ. τῆς φιλοσοφίας Diog. L. ирон. совершать набег на философию.

Middle Liddell

fut. άσομαι
Dep.:
1. to ride down, overrun with horse, Hdt.
2. to ride down, trample under foot, Aesch.