προδιδάσκω

From LSJ
Revision as of 00:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδῐδάσκω Medium diacritics: προδιδάσκω Low diacritics: προδιδάσκω Capitals: ΠΡΟΔΙΔΑΣΚΩ
Transliteration A: prodidáskō Transliteration B: prodidaskō Transliteration C: prodidasko Beta Code: prodida/skw

English (LSJ)

   A teach beforehand, τινά τι S.Aj.163(anap.), Ar.Nu. 476; τινα Pl.Euthd.302c, Grg.489d, Hp.Ma.291b: c. acc. et inf., π. τινὰ σοφὸν εἶναι S.Ph.1015, cf. D.51.12; [ἀηδὼν] νεοσσὸν ᾄδειν π. Plu.2.973b:—Med., S.Tr.681, Ar.Pl.687:—Pass., learn beforehand, Th.2.40.

German (Pape)

[Seite 716] (s. διδάσκω), vorher lehren, belehren; οὐ δυνατὸν τοὺς ἀνοήτους τούτων γνώμας προδιδάσκειν, Soph. Ai. 163; τινά, c. int., Phil. 1003; auch med., ὧν ὁ θήρ με Κένταυρος προὐδιδάξατο, Tr. 678; Ar. Plut. 687 u. öfter; pass. vorher lernen, Thuc. 2, 40, τινά, Plat. Gorg. 489 e u. öfter; Xen. Hell. 1, 5, 7; Luc. Cont. 7.

Greek (Liddell-Scott)

προδῐδάσκω: μέλλ. -άξω, διδάσκω προηγουμένως, διδάσκω πρότερον, τινά τι Σοφ. Αἴας 163. Ἀριστοφ. Νεφ. 476· τινὰ Πλάτ. Εὐθύδ. 302C, Γοργ. 489D, Ἱππ. Μείζων 291Β· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πρ. τινὰ σοφὸν εἶναι Σοφ. Φιλ. 1015, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 987, Δημ. 1231. 26. ― Μέσ., διδάσκω τινὰ πρότερον, Σοφ. Τρ. 681, Ἀριστοφ. Πλ. 687· πρβλ. διδάσκω. ― Παθ. διδάσκομαι, μανθάνω πρότερον, Θουκ. 2. 40.

French (Bailly abrégé)

ao. προεδίδαξα, p. contr. προὐδίδαξα;
instruire auparavant : τινά τινος qqn de qch;
Moy. προδιδάσκομαι m. sign.
Étymologie: πρό, διδάσκω.

Greek Monolingual

Α
διδάσκω, μαθαίνω σε κάποιον κάτι προηγουμένως («τοὺς ἀνόητους τούτων γνώμας προδιδάσκειν», Σοφ.).

Greek Monotonic

προδῐδάσκω: μέλ. -άξω, διδάσκω σε κάποιον κάτι εκ των προτέρων, τινά τι, σε Σοφ., Αριστοφ.· προδιδάσκω τινά, σε Πλάτ.· με αιτ. και απαρ., προδιδάσκω τινὰ σοφὸν εἶναι, σε Σοφ. — Μέσ., έχω διδάξει κάποιον εκ των προτέρων, στον ίδ. — Παθ., μαθαίνω εκ των προτέρων, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προδῐδάσκω: тж. med. раньше учить, поучать, наставлять (τοὺς ἀνοήτους τι, τινὰ σοφὸν εἶναι Soph.): ὦν με Κένταυρος προυδιδάξατο Soph. чему научил меня кентавр; pass. подготовляться (προδιδαχθῆναι λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν Thuc.).

Middle Liddell

fut. άξω
to teach one a thing beforehand, τινά τι Soph., Ar.; πρ. τινά Plat.:—c. acc. et inf., πρ. τινὰ σοφὸν εἶναι Soph.:—Mid. to have one taught beforehand, Soph.:—Pass. to learn beforehand, Thuc.