προσοχή

From LSJ
Revision as of 00:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοχή Medium diacritics: προσοχή Low diacritics: προσοχή Capitals: ΠΡΟΣΟΧΗ
Transliteration A: prosochḗ Transliteration B: prosochē Transliteration C: prosochi Beta Code: prosoxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A attention, Chrysipp.Stoic.3.41, LXX Si.Prol.13, BMus.Inscr.888 (Halic., ii B.C.), PTeb.27.78 (ii B.C.), D.H.6.85, Hierocl. p.25 A., Epict.Ench.33.6, D.Chr.34.27, Plu.2.514e, Luc.Hist.Conscr. 53; π. νόμων LXX Wi.6.18, cf. Ph.1.474; π. ἀκροατοῦ τῷ λέγοντι Id.2.342; diligence, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20; care, Leonid. ap. Aët. 15.5, Sor.2.86.    2 soberness, Suid. s.v. νηφαλισμός.    II putting to land, Iamb.VP3.16.

German (Pape)

[Seite 775] ἡ, das Daraufachten, die Aufmerksamkeit, (προσέχειν τὸν νοῦν); Strab. 2, 5, 1; Plut. de garrul. 23.

Greek (Liddell-Scott)

προσοχή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, προσοχή, Διον. Ἁλ. 6. 85, Πλούτ. 2. 514Ε, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 53, κτλ. ΙΙ. προσόρμισις, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de s’appliquer à, attention.
Étymologie: προσέχω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προσέχω
1. η προσήλωση του νου σε κάτι («προσοχὴ ἀκροατοῡ τῷ λέγοντι», Διον. Αλ.)
2. φροντίδα, επιμέλεια («μετέφερε όλες τις αποσκευές με προσοχή»)
3. πρόνοια, προφύλαξη ή και επαγρύπνηση για την αποφυγή κάποιου ανεπιθύμητου πράγματος
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) επικέντρωση ή προσήλωση της συνείδησης σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, νοητό ή αισθητό, σε βαθμό που άλλα ερεθίσματα να μη μπορούν να τήν αποσπάσουν από αυτό
2. η κλητ. προσοχή! α) (ως επιφών.) να είσαι προσεκτικός, πρόσεχε!
β) (αθλ. -στρ.) παράγγελμα σε εκτέλεση του οποίου οι γυμναζόμενοι ή οι στρατιωτικοί διατηρούν το σώμα τους ακίνητο σε όρθια στάση με τα χέρια κολλημένα στο σώμα και τα πέλματα τών ποδιών ενωμένα στις φτέρνες
αρχ.
η προσέγγιση πλοίου στην ξηρά, προσόρμιση.

Greek Monotonic

προσοχή: ἡ (προσέχω), προσοχή, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσοχή: ἡ внимательность, внимание Plut., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσοχή -ῆς, ἡ [προσέχω] aandacht.

Middle Liddell

προσοχή, ἡ, προσέχω
attention, Luc.