κέλωρ

From LSJ
Revision as of 03:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέλωρ Medium diacritics: κέλωρ Low diacritics: κέλωρ Capitals: ΚΕΛΩΡ
Transliteration A: kélōr Transliteration B: kelōr Transliteration C: kelor Beta Code: ke/lwr

English (LSJ)

ωρος, ὁ,

   A son, poet. word in E.Andr.1033 (lyr.), Lyc.495, al., Puchstein Epigr.Gr.p.76, etc.    2 eunuch, Hsch.    II = φωνή, βοή Id., PMasp.151.249 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1416] ωρος, ὁ, der Sohn; Eur. Andr. 1033; Lycophr. 495 u. öfter. Nach Hesych. auch ἡ κ., = φωνή, vgl. Lob. Paral. p. 220.

Greek (Liddell-Scott)

κέλωρ: -ωρος, ὁ υἱός, ἔγγονος, ποιητ. λέξ. ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1033, Λυκ. 495, κτλ.· ὁ δὲ Δινδ. θέλει τὴν διόρθωσιν: Ζηνὸς κέλωρ’ (ἀπαλειφομένου τοῦ Ἡρακλέους) ἐν Σοφ. Τρ. 854. ΙΙ. = φωνή, βοή, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν κελωρύω, κραυγάζω, βοῶ, ὁ αὐτ.·-«κελωρύσας, φωνήσας, βοήσας» Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ωρος (ὁ) :
fils, rejeton.
Étymologie: κέλομαι.

Greek Monolingual

κέλωρ, -ωρος, ὁ (Α)
1. γιος («Αγαμέμνονος κέλωρ», Ευρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) ευνούχος
3. (επίσης κατά τον Ησύχ. και σε πάπ.) φωνή, βοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «γιος» η λ. προέρχεται πιθ. από κέρωρ, με ανομοίωση (ΙΕ ρίζα ker- «αυξάνω») και συνδέεται με λατ. Ceres «θεά Δήμητρα» και αρμεν. ser «φυλή, καταγωγή». Με τη σημ. «ευνούχος» η λ. κέλωρ < κέρωρ, με ανομοίωση, οπότε συνδέεται με το ρ. κείρω «κουρεύω, ξυρίζω». Με τη σημ. «φωνή, βοή» κ.λπ. συνδέεται με το ρ. κελαρύζω].

Greek Monotonic

κέλωρ: -ωρος, ὁ, γιος, σε Ευρ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

κέλωρ: ωρος ὁ сын (Ἀγαμεμνόνιος Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέλωρ -ωρος, ὁ zoon.

Frisk Etymological English

1. -ωρος
Grammatical information: m.
Meaning: descendant, son (E. Andr. 1033 [lyr.], Lyc.);
Derivatives: κελώριον παιδίον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Because of the ending (as ἕλωρ, τέκμωρ a. o.; Schwyzer 519) perh. orig. a n. descendance. Dissimilated from *κέρωρ? but hardly a variant of Lat. Cerēs, OHG hirsi millet, Arm. ser (IE. *ḱer-s-i-) generation, descendance. Bq s. v. and MSL 17, 113ff.; see Pok. 577). Cf. κορέννυμι and κόρη. - Diff., not better, Frisk IF 49, 98. Fur. 212 suggests Pre-Greek origin, comparing other forms in -ωρ (n. 50): ἄχωρ, ἰχωρ, βιάτωρ, λείτωρ, ψόθωρ; but I see no further indications.
2.
Grammatical information: m.
Meaning: ἐκτομίας, γάλλος, σπάδων H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: If dissimilated from *κέρωρ, Bq derives the word from κείρω. Given the meaning I expect rather a foreign word.
3.
Grammatical information: ?
Meaning: φωνή H.
Derivatives: κελωρύειν κεκραγέναι, βοᾶν (H., Phot.), κελωρύσας φωνήσας, βοήσας (H.).
See also: - S. κελαρύζω.

Middle Liddell

κέλωρ, ωρος,
son, Eur. [deriv. uncertain]