λοιγός
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
English (LSJ)
(A), ὁ,
A ruin, havoc, of death by plague, ἡμῖν ἀπὸ λ. ἀμῦναι Il. 1.67; by war, 5.603, etc.; of destruction of ships, νεῶν ἀπὸ λ. ἀμύνων 16.80; λ. Ἐνυαλίου Pi.N.9.37; βοᾷ λοιγὸν Ἐρινύς (Schütz λοιγὸς Ἐρινύν) A.Ch.402 (lyr.); ἀνδροκμὴς λ. Id.Supp.679 (lyr.).—Poet. (not in Od.); mock-heroic in Cratin.171. (Cf. Lith. pa-liegti 'become feeble, sickly'.)
λοιγός (B), όν,
A = λοίγιος, Nic.Th.6,733; λ. Ἄρης AP7.368 (Eryc.).
Greek (Liddell-Scott)
λοιγός: -οῦ, ὁ, (√ΛΥΓ, πρβλ. λυγρὸς) καταστροφή, βλάβη, φθορά, ἐπὶ τοῦ διὰ λοιμοῦ θανάτου, ἡμῖν ἀπὸ λοιγὸν ἀμύνειν Ἰλ. Α. 67· τῷ δ’ ἀεὶ πάρα εἷς γε Θεῶν, ὃς λοιγὸν ἀμύνει, «τούτῳ δὲ ἀεὶ πάρεστιν εἷς ἀπὸ τῶν Θεῶν, ὅστις ἀποσοβεῖ τὸν ὄλεθρον» (Θ. Γαζῆς), Ε. 603, κτλ.· ἐπὶ πλοίων, Πάτροκλε νεῶν ἀπὸ λοιγὸν ἀμύνων ἔμπεσ’ ἐπικρατέως Π. 80· (οὔτε τὸ λοιγὸς οὔτε τὸ λοίγιος ἀπαντῶσιν ἐν τῇ Ὀδ.)· - λ. Ἐνυαλίου Πινδ. Ν. 9. 86· βοᾷ λοιγὸν Ἐρινὺς (Schütze λοιγὸς Ἐρινὺν) Αἰσχύλ. Χο. 402· ἀνδροκμής λ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 679. - Λέξ. ποιητική.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fléau, malheur, mort.
Étymologie: R. Λυγ, pleurer, sangloter ; cf. λυγρός, λύγξ, etc. ; lat. lugeo, luctus, etc.
English (Autenrieth)
destruction, ruin, death, by sickness (pestilence) or war. (Il.)
English (Slater)
λοιγός
1 havoc ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου (N. 9.37) †λοιγὸν ἀμύνων ἐναντίῳ στρατῷ (λοιγὸν ἀμφιβαλὼν coni. A. W. Mair) (I. 7.28)
Greek Monolingual
(I)
λοιγός, -οῡ, ὁ (Α)
καταστροφή από νόσο ή όλεθρος σε πόλεμο («ἡμῑν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῡναι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα leig-, η οποία είχε και πρόθημα o-leig-. Συνδέεται με το λιθουαν. liegti «ασθενώ». Τη μηδενισμένη μορφή της ρίζας εμφανίζουν το λιθουαν. liga «ασθένεια» και το λεττον. liga «ασθένεια», καθώς και τα αλβ. lig «κακός, αδύνατος» και ιρλδ. liach «άθλιος, δυστυχής». Στη μορφή o-leig- της ρίζας ανάγεται το ολίγος.
ΠΑΡ. αρχ. λοίγιος, λοιγίστρια.
ΣΥΝΘ. αρχ. λοιγολαμπής].
(II)
λοιγός, -όν (Α)
λοίγιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος παρλλ. τ. του λοίγιος.
Greek Monotonic
λοιγός: -οῦ, ὁ, καταστροφή, ερήμωση, βλάβη, φθορά, λέγεται για θάνατο από λοιμό, πανούκλα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τον πόλεμο, στο ίδ.· χρησιμ. και για την καταστροφή των πλοίων, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
λοιγός: I ὁ (по)гибель, уничтожение, беда Hom., Pind., Aesch.
несущий гибель, губительный (Ἄρης Anth.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: ruin, havoc, death (Il.).
Compounds: As 2. member in βροτο-λοιγός destroying men (of Ares; Il.), also in ἀθηρη-λοιγός "consumer of chaff" (?), winnowing-fan (Od.).
Derivatives: λοίγιος destroying, bringing disaster (Il.), also λοιγήεις, -ής id. (Nic.; poet. transformations, cf. Schwyzer 527: 2 and 513: β); λοιγίστρια ὀλοθρεύτρια H.
Origin: IE [Indo-European] [667] *leig- illness
Etymology: Prop. agent noun "the destroyer" (cf. Porzig Satzinhalte 307) of a primary verb preserved in Lith. líegti be very ill, be ailing (IE *leig-), to which belongs also the zero grade nom. actionis ligà, Latv. liga illness, plague; further perh. Alb. lig bad, meagre and (with IE *k) OIr. līach miserable, unhappy. (Not here ὀλίγος slight, small and Arm. aɫk`-at poor. - WP. 2, 398, Pok. 667, Fraenkel Wb. s. ligà. Uncertain combinations in Krogmann IF 53, 44ff., Jegers Balt. Etymologien (Comment. Balt. IV--V: 3, Bonn 1958) 20ff., Specht Ursprung 125, 218, 226.
Middle Liddell
!λοιγός, οῦ,
ruin, havoc, of death by plague, Il.; by war, Il.; of the destruction of the ships, Il.