μεγαλοπρεπής

From LSJ
Revision as of 03:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπρεπής Medium diacritics: μεγαλοπρεπής Low diacritics: μεγαλοπρεπής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: megaloprepḗs Transliteration B: megaloprepēs Transliteration C: megaloprepis Beta Code: megalopreph/s

English (LSJ)

ές,

   A befitting a great man, magnificent, δεῖπνον μ. Hdt.5.18; δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Id.6.122; κάλλιστον ἔργον καὶ μεγαλοπρεπέστατον Ar.Av.1125; ταφή Pl.Mx.234c; προαίρεσις Hyp. Epit.40; πράξεις ib.1 (Comp.); δόξα 2 Ep.Pet.1.17, etc.    2 of persons, Pl.R.487a, al., Arist.EN1107b17; τὸ μ. X.Mem.3.10.5; of a horse, Id.Eq.10.1 (Comp.): Sup., as honorific title, PGrenf.2.81 (a). 14 (v A. D.), etc.    3 of style, μ. λόγοι Pl.Smp. 210d; λέξις Arist. Rh.Al.1441b12; μεθιστάναι ἐπὶ τὸ -έστερον ib.1423b12.    II Adv. -πέως, Att. -πῶς, Hdt.6.128, X.An.1.4.17, etc.: Comp. -έστερον Id.Vect.6.1, Pl.Ly. 215e: Sup. -έστατα Hdt.7.57.

German (Pape)

[Seite 107] ές, ein großer Mann, anständig, von großen u. edlen Gesinnungen, bes. in Verwendung seines Vermögens anständigen Aufwand machend, freigebig u. prachtliebend, νεανικοὶ καὶ μ. τὰς διανοίας Plat. Rep. VI, 503 c u. A.; auch von Sachen, prächtig, großartig, ἔδωκε αὐταῖς δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Her. 6, 122; ταφῆς καλῆς τε καὶ μεγαλοπρεποῦς τυγχάνει Plat. Menex. 234 c; καλοὶ λόγοι καὶ μεγαλοπρεπεῖς Conv. 210 d; Prot. 338 a u. öfter; λέξις, Arist. rhet. 3, 12; – τὸ μεγαλοπρεπές, Isocr. 1, 27; Plat. Legg. VII, 795 e. Vgl. bes. Arist. Eth. 4, 2; – μεγαλοπρεπῶς, Plat. oft u. Folgde; μ. χρήσασθαί τινι, Pol. 5, 70, 10.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπρεπής: -ές, (πρέπω) ὁ ἁρμόζων εἰς μέγαν ἄνδρα, ἔχων μεγαλοπρέπειαν, ἔξοχος, λαμπρός, Λατ. magnificus, δεῖπνον μ. Ἡρόδ. 5. 18· δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην ὁ αὐτ. 6. 122· ἔργον καὶ μεγαλοπρεπέστατον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1125· ταφὴ Πλάτ. Μενέξ. 234C ― τὸ μεγαλοπρεπές, μεγαλοπρέπεια, Ξεν. Ἀπομνημ. 3. 10, 5, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 487Α, κ. ἀλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 5· ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 1 (ἐν τῷ συγκριτ.). 3) ἐπὶ ὕφους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 5, Πλάτ. Συμπ. 210D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -πέως, Ἀττ. -πῶς, Ἡρόδ. 6. 128, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 17, κτλ.· συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Λῦσ. 215Ε· ὑπερθετ. -έστατα, Ἡρόδ. 7. 57.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a grand air, magnifique ; τὸ μεγαλοπρεπές la magnificence;
Cp. μεγαλοπρεπέστερος, Sp. μεγαλοπρεπέστατος.
Étymologie: μέγας, πρέπω.

English (Strong)

from μέγας and πρέπω; befitting greatness or magnificence (majestic): excellent.

English (Thayer)

μεγαλοπρεπες, genitive μεγαλοπρεποῦς, (μέγας, and πρέπει it is becoming (see πρέπω)), befitting a great Prayer of Manasseh , magnificent, splendid; full of majesty, majestic: Herodotus, Xenophon, Plato, others.)

Greek Monolingual

-ές και μεγαλόπρεπος, -η, -ο (ΑM μεγαλοπρεπής·, -ές)
1. (για πρόσ. και για πράγματα) αυτός που έχει μεγαλειώδη εμφάνιση, λαμπρός, επιβλητικός (α. «μεγαλοπρεπής τελετή» β. «μεγαλοπρεπής, εὔχαρις, φίλος τ' ἀληθείας», Πλάτ.)
2. (για ύφος) υψηλός
3. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλοπρεπές
η μεγαλοπρέπεια.
επίρρ...
μεγαλοπρεπώς και μεγαλόπρεπα (ΑM μεγαλοπρεπῶς, Α και μεγαλοπρεπέως)
με μεγαλοπρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μικρο-πρεπής].

Greek Monotonic

μεγᾰλοπρεπής: -ές (πρέπω),·
I. κατάλληλος για να αναδειχθεί σε μεγάλο, σπουδαίο άνδρα, μεγαλοπρεπής, σε Ηρόδ., Αττ.· μεγαλοπρεπές = μεγαλοπρέπεια, σε Ξεν.
II. επίρρ. -ῶς, Ιων. -έως, σε Ηρόδ., Ξεν.· συγκρ. -έστερον, σε Πλάτ., υπερθ. -έστατα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μεγαλοπρεπής:
1) великолепный, пышный, роскошный (δεῖπνον Her.; ταφή Plat.; ἵππος Xen.); роскошный, щедрый (δωρεά Her.);
2) пышный, блестящий (λόγοι Plat.; δόξα NT): νεανικοὶ καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Plat. полные юношеского пыла.

Middle Liddell

μεγᾰλο-πρεπής, ές πρέπω
I. befitting a great man, magnificent, Hdt., attic:— τὸ μεγαλοπρεπές, = μεγαλοπρέπεια, Xen.
II. adv. -ῶς, ionic -έως, Hdt., Xen.: comp. -έστερον Plat., Sup. -έστατα Hdt.