ἄτεγκτος

From LSJ
Revision as of 12:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτεγκτος Medium diacritics: ἄτεγκτος Low diacritics: άτεγκτος Capitals: ΑΤΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: átenktos Transliteration B: atenktos Transliteration C: ategktos Beta Code: a)/tegktos

English (LSJ)

ον,

   A not to be softened by water, χαλκός Arist.Mete.385b13; κηρός Plu.2.15d (s. v. l.).    II metaph., not to be softened, παρηγορήμασιν A.Fr.348: abs., hard-hearted, relentless, S.OT336, E.HF833, Ar.Th.1047, and in late Prose, D.H.5.8, J.BJ5.9.4, Plu. TG12, Luc.DMeretr.12.3, etc. Adv. -τως, πρὸς ἔρωτας ἔχειν Philostr. Ep.5.

German (Pape)

[Seite 384] unbenetzt, unerweicht; übertr., unerbittlich, hart, δαίμων Ar. Th. 1047; Eur. Herc. fur. 833; κἀτελεύτητος Soph. O. R. 336; παρηγορήμασι, untröstlich, Aesch. frg. B. A. 6; sp. Prosa, ἄτ. καὶ ἀστένακτος Plut. superst. 13; Luc. Alex. 25; Ael. θῆρες; Mel. 93 (V, 151). Bei Arist. Meteor. 4, 9 wird es von ἄτηκτος unterschieden, χαλκὸς ἄτεγκτος, τηκτὸς δέ, nicht in Wasser auflösbar, aber schmelzbar.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut tremper, càd amollir ; dur, inflexible.
Étymologie: ἀ, τέγγω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1fís. que no se deja empapar, de naturaleza impermeable, de ahí que no se puede ablandar o que no cede al agua como una de las propiedades de algunos cuerpos sólidos, Arist.Mete.385a13, ejemplificado por χαλκός Arist.Mete.385b13, cf. ἄτεγκτοι· ἄβροχοι. σκληροί Hsch.
de ahí duro κηρός c. alusión a la que Ulises pone en los oídos de sus compañeros para insensibilizarlos, Plu.2.15d, cf. Hsch.
2 fig. que no cede, inflexible, implacable c. dat. παρηγορήμασιν A.Fr.348, c. gen. τούτων τῶν δεήσεων Plu.TG 12, c. inf. μειλιχθῆναι ἄτεγκτος Ael.NA 3.2, abs. ἄτεγκτος κἀτελεύτητος S.OT 336, καρδία E.HF 833, δαίμων Ar.Th.1047, ἄτεγκτοι, λίθων ἀπαθέστεροι I.BI 5.417, Ἔρως AP 12.132.9 (Mel.), cf. Luc.DMeretr.12.3, Hld.7.20.5, Philostr.VA 6.3, Eun.VS 472
fiero, cruel λεόντων ἄτεγκτος φύσις Callistr.7
subst. τὸ ἄ. inflexibilidad, insensibilidad τὸ σκληρὸν καὶ ἄ. τοῦ πάθους D.Chr.32.57, τὸ ἀτενὲς τῆς ὄψεως καὶ ἄ. c. el doble sent. de ojos no bañados por las lágrimas y que no se dejan conmover D.H.5.8, cf. ἄτεγκτος· ὁ μήτε δακρύων, μήτε ἱδρῶν ἀνένδοτος (cf. I 1) Hsch., y ἀτέγκτοις· ξηροῖς Hsch.
II adv. -ως inflexiblemente πρὸς ἔρωτας ἔχειν Philostr.Ep.5.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄτεγκτος, -ον)
(για πρόσωπα) άκαμπτος, σκληρόκαρδος, αμείλικτος
νεοελλ.
ανεπηρέαστος
αρχ.
αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς ἄτεγκτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τεγκτός < τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω, μαλακώνω»].

Greek Monotonic

ἄτεγκτος: -ον (τέγγω), αυτός που δεν γίνεται μαλακότερος όταν βραχεί· μεταφ., αυτός που δεν μπορεί να μαλακώσει, να απαλυνθεί, άκαμπτος, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτεγκτος:
1) несмачивающийся, не размягчающийся (χαλκός Arst.);
2) непреклонный, неумолимый Aesch., Plut.;
3) безжалостный, жестокий Soph., Eur., Arph., Plut., Luc.

Middle Liddell

τέγγω
not to be wetted: metaph. not to be softened, relentless, Soph., Eur.