ἐξανθίζω

From LSJ
Revision as of 17:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source

German (Pape)

[Seite 869] mit Blumen schmücken; καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar. Lys. 43, od. blumenartig geschmückt, οἷον ψιμμυθίῳ καὶ φύκει καὶ τοῖς ὁμοίοις Schol.; Philem. bei Ath. VII, 228 d; übh. schmücken, παντοίᾳ κομμωτικῇ πρὸς τὸ ἁβρότερον ἐξηνθισμένη Heliod. 7, 19. – Med., Blumen für sich abpflücken, Plut. Symp. 4, 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανθίζω: κοσμῶ, στολίζω, ὡς δι’ ἀνθέων, χρωματίζω διὰ ποικίλων χρωμάτων, περικοσμῶ, γυναῖκες..., αἳ καθήμεθ’ ἐξηνθισμέναι Ἀριστοφ. Λυσ. 43, (ἔνθα κατά τινας τό: ἐξανθισμέναι ἐκ τοῦ ξανθίζεσθαι, «κοσμεῖσθαι τὰς τρίχας, ἢ βάπτεσθαι αὐτάς», ὡς ἑρμηνεύει ὁ Ἡσύχ., εἶναι ὀρθοτέρα γραφὴ τοῦ ἐξηνθισμέναι ἐκ του ἐξανθίζειν)· ἐπὶ ἰχθύος, οἷον παρατέθεικ’, οὐ πεφαρμακευμένον τυροῖσιν, οὐδ’ ἄνωθεν ἐξηνθισμένον, κεκοσμημένον, Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 6· παντοίᾳ κομμωτικῇ... ἐξηνθισμένη Ἡλιόδ. 7. 19. ΙΙ. Μέσ., συλλέγω ἄνθη, ἐπὶ πλεῖστον ἐξανθίζεται τοῦ λειμῶνος Πλούτ. 2. 661F.

French (Bailly abrégé)

fleurir;
Moy. ἐξανθίζομαι cueillir des fleurs.
Étymologie: ἐξ, ἀνθίζω.

Spanish (DGE)

I en v. med.-pas.
1 revestirse como con flores, engalanarse, adornarse sólo part. γυναῖκες ... αἳ καθήμεθ' ἐξηνθισμέναι Ar.Lys.43, κομᾶν τε γὰρ τοὺς ἄρρενας ... ἐκέλευσεν ἐξανθιζομένους D.H.7.9, χλανιδίοις ἐξηνθισμένη Max.Tyr.14.1, παντοίᾳ κομμωτικῇ ... ἐξηνθισμένη Hld.7.19.1, de un pescado ἄνωθεν ἐξηνθισμένον Philem.82.6, ἐλέφας ὑπὸ γυναικὸς ... φοίνικι ἐξηνθισμένος Max.Tyr.40.2, fig., de un texto escrito ὡραῖον ἄγαν τὸ χωρίον καὶ τῇ φράσει ἐξηνθισμένον Sch.Clem.Al.Paed.209.17-25.
2 recolectar, recoger flores ἐπὶ πλεῖστον ἐξανθίζεται τοῦ λειμῶνος Plu.2.661f, cf. en v. act. Sud.s.u. ἐξήνθησεν.
3 fig., lit. extractar un texto, compilar una antología συναγωγὰς φιλομαθεῖς ποικίλως ἐξανθισάμενοι Clem.Al.Strom.6.1.2, ταῦτα ... ἀπὸ τῶν παρὰ Ἑβραίοις προφητικῶν γραφῶν ἐξανθίσασθαι Eus.DE 5 proem., (Μαρκίωνος) βίβλους ... ἐξανθισάμενος Epiph.Const.Haer.42.10.2.
II tard. sólo en v. act. teñir Sud.

Greek Monolingual

και εξανθώ, -έω (AM ἐξανθίζω)
1. κάνω κάτι ν' ανθίσει
2. μέσ. κόβω άνθη, μαζεύω λουλούδια
3. ανθολογώ, διαλέγω, σχηματίζω ανθολογία
αρχ.
1. (γεν. και μτφ.) στολίζω με άνθη, χρωματίζω με ανθηρά, ποικίλα χρώματα και γενικά στολίζω, κοσμώ, διακοσμώ, διαποικίλλω
2. (για φαγητό) γαρνίρω, διακοσμώ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανθίζω:
1) украшать цветами, расцвечивать (γυναῖκες ἐξανθισμέναι, v. l. ἐξηνθισμέναι Arph.);
2) med. собирать цветы (τοῦ λειμῶνος Plut.).