φάλαρος

From LSJ
Revision as of 12:45, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάλᾱρος Medium diacritics: φάλαρος Low diacritics: φάλαρος Capitals: ΦΑΛΑΡΟΣ
Transliteration A: phálaros Transliteration B: phalaros Transliteration C: falaros Beta Code: fa/laros

English (LSJ)

[φᾰ], α, ον, (or φαλᾱρός, ά, όν Hsch.), Dor. for the Ion. φάληρος (v. infr. 11),

   A having a patch of white, ὁ κύων ὁ φάλαρος the dog with a white spot, Theoc.8.27; ὁ Φάλαρος, as a ram's name, Id.5.103.    II ὄρη χιόνεσσι φάληρα hills patched with snow, Nic.Th. 461. (Cf. φαλός, φαλακρός.)

Greek (Liddell-Scott)

φάλᾱρος: -α, -ον, ἢ (κατὰ τὸν Λοβέκ.) φαλᾱρός, ά, όν, Δωρικ. ἀντὶ τοῦ Ἰωνικ. φάληρος (κατὰ τὸν Buttm., Λεξιλ. ἐν λ. φάλος 10), ὁ λευκὸς ἢ ἐν μέρει λευκός, ὁ κύωνφάλαρος, «ὁ λευκὸς» (Σχόλ.), Θεόκρ. 8. 27· οὕτως ὁ Φάλαρος ὡς ὄνομα κριοῦ, ὁ αὐτ. 5. 103· ― πρβλ. φαλαρίς. Οὕτως ὁ Βuttm. ἑρμηνεύει: ὄρη χιόνεσσι φάληρα ἐν Νικ. Θηρ. 461, χιονοσκεπῆ, λευκὰ ἐκ τῆς χιόνος, πρβλ. φαληριάω. (Ἐκ τοῦ φαλός, ἡ, όν. πρβλ. φαλακρός).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
tacheté de blanc.
Étymologie: DELG v. φαλός.

Greek Monolingual

-α, -ον, και φαλαρός, -ά, -όν, και ιων. τ. φάληρος, -ον, Α
(δωρ. τ.)
1. αυτός που είναι ολόκληρος ή σε ένα σημείο του λευκόςκύωνφάλαρος», Θεόκρ.)
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Φάλαρος
α) όνομα κριού
β) μυθ. γιος του Άλκωνος και εγγονός του Ερεχθέως που ίδρυσε το Φάληρο και αναφέρεται και ως ιδρυτής τών Σόλων στην Κύπρο και της Παρθενόπης στην Ιταλία και ο οποίος πήρε μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία και την κενταυρομαχία
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Φάληρον
αττικός δήμος της Αιαντίδος φυλής, του οποίου ως ιδρυτής αναφέρεται ο ήρωας Φάληρος και ο οποίος ήταν το παλαιότερο λιμάνι της Αθήνας, που χρησιμοποιήθηκε μέχρι και την εποχή τών Περσικών Πολέμων
4. φρ. «ὄρη χιόνεσσι φάληρα» — βουνά σκεπασμένα με χιόνι (Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του επίθ. φαλός «λευκός», σχηματισμένος πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. ουσ. φαλᾶ «λάμψη, λευκότητα» (το οποίο υπήρχε αρχικά παρλλ. προς το επίθ. φαλός) με κατάλ. -ρος (πρβλ. σκλη-ρός, ψυχ-ρός)].

Greek Monotonic

φάλᾱρος: [φᾰ], -α, -ον (φᾰλός), αυτός που έχει λευκές κηλίδες, ὁ κύωνφάλαρος, σκύλος με λευκά σημάδια, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

φάλᾱρος: и φᾰλᾱρός 3 с белыми пятнами, по по друг. белый (κύων Theocr.).

Middle Liddell

φάλᾱρος, η, ον [φᾰλός]
having a patch of white, ὁ κύωνφάλαρος the dog with a white spot, Theocr.