διϊσχυρίζομαι
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
English (LSJ)
A lean upon, rely on, τῷ λόγῳ Antipho 5.33, cf. Aeschin.1.1. II affirm confidently, τι Pl.Phd.63c, etc.; δ. ταῦτα οὕτως ἔχειν ib.114d; δ. ὡς… Id.Tht.154a; δ. περί τινος And.2.4, Lys.13.85; τι ὑπέρ τινος Pl.Men. 86b; περὶ σοῦ ὡς… Id.Ep.317c: abs., ὁμοίως ἐφ' ἑκατέροις δ. Id.Tht. 158d, etc.
French (Bailly abrégé)
impf. διϊσχυριζόμην;
soutenir avec force, affirmer fortement, acc..
Étymologie: διά, ἰσχυρίζω.
Spanish (DGE)
1 insistir sobre c. dat. τῷ λόγῳ Antipho 5.33
•en argumentaciones apoyarse en δόξῃ Hp.Decent.3, ἀκούω δ' αὐτὸν καὶ <τούτῳ> δ. ὅτι ... Lys.13.85, τοῖς ἐξαγωνίοις λόγοις Aeschin.1.176, ἑτέρῳ νόμῳ Hld.5.31.4.
2 afirmar con seguridad, sostener c. ac. u or. complet. o interr. indir. τοῦτο Pl.Phd.63c, cf. 114d, Arist.HA 575a26, Act.Ap.12.15, I.AI 2.106, D.C.57.23.3, Aristid.Quint.125.31, Pamph.Mon.Solut.13.32, διισχυρίσαιο ἂν ὡς ... Pl.Tht.154a, cf. Ep.317c, PMich.659.14 (VI d.C.), ὅτι ... Phld.Sign.27.3, εἰ μέν τι καὶ ἄλλο ... ὑπῆρχε ... οὐκ ἂν διισχυρισαίμην Them.Or.23.298b.
3 opinar abiertamente c. giro prep. οὐ τολμῶσι ... διισχυρίζεσθαι περὶ τούτων And.2.4
•hacer aseveraciones οὐκ ἂν πάνυ ὑπὲρ τοῦ λόγου διισχυρισαίμην Pl.Men.86b, ὁμοίως ἐφ' ἑκατέροις διισχυριζόμεθα Pl.Tht.158d, οὔτε περὶ τῶν ἐναργῶν ... οὔτε περὶ τῶν ἀδήλων S.E.P.2.95, cf. Plu.2.426e, 430f, abs. εἰδέναι ἅπαντα οἴονται καὶ διισχυρίζονται Arist.Rh.1389b6
•reforzado por λέγειν afirmar tajantemente ἄλλος τις διϊσχυρίζετο λέγων Eu.Luc.122.59, cf. Luc.Herm.31.
English (Strong)
from διά and a derivative of ἰσχυρός; to stout it through, i.e. asservate: confidently (constantly) affirm.
English (Thayer)
(δικάζω) 1st aorist passive ἐδικασθην; from Homer down; "to Judges , pass judgment: absolutely, Tr marginal reading (others, καταδικάζω.]
Greek Monolingual
(Α διισχυρίζομαι) ισχυρίζομαι
υποστηρίζω με επιμονή, επιμένω στους ισχυρισμούς μου
αρχ.
στηρίζομαι, βασίζομαι.
Greek Monotonic
διϊσχῡρίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ.:
I. στηρίζομαι επάνω, βασίζομαι σε, τινι, σε Αισχίν.
II. διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, τι, σε Πλάτ.· δ. τι εἶναι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
διϊσχῡρίζομαι:
1) опираться, ссылаться (τοῦς ἔξω τοῦ ἀγῶνος λόγοις Aeschin.);
2) настаивать, решительно утверждать (τι Plat., Arst. и περί τινος Lys., Plat.).