ἐπεσβόλος

From LSJ
Revision as of 14:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεσβόλος Medium diacritics: ἐπεσβόλος Low diacritics: επεσβόλος Capitals: ΕΠΕΣΒΟΛΟΣ
Transliteration A: epesbólos Transliteration B: epesbolos Transliteration C: epesvolos Beta Code: e)pesbo/los

English (LSJ)

ον, (ἔπος, βάλλω)

   A throwing words about, rash-talking, scurrilous, λωβητῆρα ἐ., of Thersites, Il.2.275, cf. Them.Or.21.262a; νεῖκος ἐ. A.R.4.1727; of satires, ἐ. ἦχος ἀοιδῆς AP4.3b.82 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 918] Worte werfend, d. i. keck, dreist redend; λωβητήρ Il. 2, 275; Sp., wie νεῖκος Ap. Rh. 4, 1727; ἀραί Lycophr. 332; ἦχος ἀοιδῆς von Schmähgedichten, Agath. prooen. v. 128 (IV, 3).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεσβόλος: -ον, (ἔπος, βάλλω), ὁ ἔπεσιν, ὡς βέλεσι, βάλλων, φλύαρος, αὐθάδης, λοίδορος, λωβητῆρα ἐπεσβόλον, περὶ τοῦ Θερσίτου, Ἰλ. Β. 275· κερτομίη καὶ νεῖκος ἐπεσβόλον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1727· ἐπὶ χλευαστικῶν ποιημάτων ἢ σίλλων, Ἀνθ. Π. 4. 3, περὶ τὸ τέλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance des paroles violentes, outrageant, injurieux.
Étymologie: ἔπος, βάλλω.

Greek Monolingual

ἐπεσβόλος, -ον (Α)
1. φλύαρος, αθυρόστομος («ὅς τὸν λωβητῆρα ἐπεσβόλον ἔσχ' ἀγοράων», Ομ. Ιλ.)
2. υβριστικός («νεῑκος ἐπεσβόλον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έπεσ- (θ. του τ. έπος) + -βόλος (< βάλλω)].

Greek Monotonic

ἐπεσβόλος: -ον (ἔπος, βάλλω), αυτός που ξεστομίζει απερίσκεπτα λόγια, αυθάδης, προσβλητικός, αισχρολόγος, βλάσφημος, λοίδορος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεσβόλος: ἔπος
1) невоздержный на язык, сыплющий оскорблениями, изрыгающий хулу (λωβητήρ Hom.);
2) колкий, язвительный (ἦχος ἀοιδῆς Anth.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: throwing words, reviling (Β 275, A. R., AP)
Derivatives: with ἐπεσβολίη reviling (δ 159) and ἐπεσβολέω revile (Lyc., Max.).
Origin: IE [Indo-European] [1135] *u̯ekʷ-os word
Etymology: Compound of ἔπος and βάλλειν with ε-vocalism of the s-stem and o-vocalism of the 2, member (Schwyzer 440 resp. 449).

Middle Liddell

ἐπεσ-βόλος, ον ἔπος, βάλλω
throwing words about, rash-talking, abusive, scurrilous, Il.

Frisk Etymology German

ἐπεσβόλος: {epesbólos}
Meaning: Worte ausstoßend, schmähend (Β 275, A. R., AP)
Derivative: mit ἐπεσβολίη Schmähung (δ 159 u. a.) und ἐπεσβολέω schmähen (Lyk., Max.).
Etymology : Zusammenbildung aus ἔπος und βάλλειν mit ε-Vokalismus des s-Stammes und o-Abtönung des Hinterglieds (Schwyzer 440 bzw. 449).
Page 1,534