μεμψίμοιρος

From LSJ
Revision as of 20:56, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμψῐμοιρος Medium diacritics: μεμψίμοιρος Low diacritics: μεμψίμοιρος Capitals: ΜΕΜΨΙΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: mempsímoiros Transliteration B: mempsimoiros Transliteration C: mempsimoiros Beta Code: memyi/moiros

English (LSJ)

ον,

   A faultfinding, criticizing, querulous, Isoc. 12.8, Thphr.Char.17.2, Phld.Lib.p.42 O., Ep.Jud.16, Luc.Tim.13, etc.; τὸ μ. Plu.2.50b: Comp., γυνὴ ἀνδρὸς -ότερον Arist.HA608b10.

German (Pape)

[Seite 130] der über sein Schicksal klagt, mit seinem Loose nicht zufrieden ist, der immer klagt, verdrießlich ist; vom Alter Isocr. 12, 8 δυσάρεστον, μικρολόγον, μεμψίμοιρον, ὥςτε πολλάκις ἤδη τὴν φύσιν τὴν ἐμαυτοῦ κατεμεμψάμην; Sp. oft, wie Luc. bis accus. 2 Tim. 13. Eine Comödie des Antidotus hieß ἡ μ., Ath. XIV, 656 e. – Adv., Poll. 3, 139.

Greek (Liddell-Scott)

μεμψίμοιρος: -ον, ὁ μεμφόμενος τὴν μοῖράν του, «παραπονιάρης», Ἰσοκρ. 234C, Λουκ. Τίμ. 13, κτλ.· συγκρ. -ότερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεμψίμοιρος· μεμφόμενος τὸ ἀγαθόν· ἢ φιλεγκλήμων, ἢ φιλαίτιος».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se plaint de son sort.
Étymologie: μέμφομαι, μοῖρα.

English (Strong)

from a presumed derivative of μέμφομαι and moira (fate; akin to the base of μέρος); blaming fate, i.e. querulous (discontented): complainer.

English (Thayer)

μεμψιμοιρον (μέμφομαι, and μοῖρα fate, lot), complaining of one's lot, querulous, discontented: Isocrates, p. 234c. (p. 387, Lange edition); Aristotle, h. a. 9,1 (p. 608b, 10); Theophrastus, char. 17,1; Lucian, dial. deor. 20,4; Plutarch, de ira cohib. c. 13.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μεμψίμοιρος, -ον)
αυτός που παραπονείται κατά της μοίρας του, παραπονιάρης, γκρινιάρης («οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι», ΚΔ)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεμψίμοιρον
η μεμψιμοιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμψι- (< μέμφομαι, πρβλ. μέμφις) + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακόμοιρος, σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος].

Greek Monotonic

μεμψίμοιρος: -ον (μοῖρα), αυτός που παραπονιέται για τη μοίρα του, που δεν είναι ικανοποιημένος με τίποτε, παραπονιάρης, σε Ισοκρ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεμψίμοιρος: (ψῐ) жалующийся на свою судьбу, недовольный Isocr., Arst., Luc., NT.

Middle Liddell

μεμψί-μοιρος, ον μοῖρα
complaining of one's fate, repining, querulous, Isocr., Luc.

Chinese

原文音譯:memy⋯moiroj 面普士-衣妹羅士

詞類次數:形容詞(1)

原文字根:指責-(對)我

字義溯源:指責的成因,好埋怨的,吹毛求疵的,發怨言的,訴苦,批評,不平的;由(μέμφομαι)*=指責)與(ἐγώ)X*=禍福,結局)組成;其中 (ἐγώ)X*類似(μέρος)=份或分享),而 (μέρος)出自(μείζων)X=分得的份*)

出現次數:總共(1);猶(1)

譯字彙編

1) 發怨言的(1) 猶1:16