καινόω

From LSJ
Revision as of 15:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόω Medium diacritics: καινόω Low diacritics: καινόω Capitals: ΚΑΙΝΟΩ
Transliteration A: kainóō Transliteration B: kainoō Transliteration C: kainoo Beta Code: kaino/w

English (LSJ)

(καινός)

   A make new, change, τὰ ἐπιβουλεύματα D.C.47.4; of language, D.H.Th.21:—Pass., of political changes, Th.1.71; καινοῦσθαι τὰς διανοίας in inventing new devices, Id.3.82, cf. Ph.1.326, 2.156.    II = καινίζω, use for the first time, handsel, Hdt.2.100.    III renew, φόβον Ph.2.78.

German (Pape)

[Seite 1295] neu machen; ἐπιβουλεύματα D. Cass. 47, 4; bei Thuc. 3, 82 wird τὸ καινοῦσθαι τὰς διανοίας vom Schol. καινοτόμα εἶναι erkl., Neigung zu Neuerungen, Staatsveränderungen haben; bei Her. 2, 100 ποιησαμένην γάρ μιν οἴκημα καινοῦν τῷ λόγῳ, einweihen. Vgl. καινίζω.

Greek (Liddell-Scott)

καινόω: (καινὸς) μεταβάλλω, ἀλλάσσω, τὰ ἐπιβουλεύματα Δίων Κ. 47. 4· ἐπὶ γλώσσης, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 21. - Παθ., ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, Θουκ. 1. 71· καινοῦσθαι τὰς διανοίας, κλίσιν εἰς νεωτερισμοὺς καὶ μεταβολὰς ἐν τῇ πολιτείᾳ ἔχειν, ὁ αὐτ. 3. 82. ΙΙ. = ἐγκαινίζω, κάμνω τὰ ἐγκαίνια οἰκοδομῆς τινος, καινοῦν τῷ λόγῳ, νόῳ δὲ ἄλλα μηχανᾶσθαι Ἡρόδ. 2. 100. ΙΙΙ. ἀνακαινίζω, ἀνανεώνω, Συλλ. Ἐπιγρ. 8790.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. καινώσω, ao. ἐκαίνωσα;
1 créer du nouveau, inventer, innover ; Pass., en parl. de changements politiques καινοῦσθαι τὰς διανοίας THC avoir dans l’esprit des idées de changement, de révolution;
2 se servir pour la première fois de, inaugurer, acc..
Étymologie: καινός.

Greek Monotonic

καινόω: μέλ. -ώσω (καινός),
I. κάνω κάτι νέο, ανανεώνω — Παθ., λέγεται για πολιτικές αλλαγές, μεταβολές στο πολιτικό σύστημα, σε Θουκ.· καινοῦσθαι τὰς διανοίας, έχουν καινούριες απόψεις, ιδέες, στον ίδ.
II. καινίζω, χρησιμοποιώ για πρώτη φορά, εγκαινιάζω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

καινόω:
1) обновлять, изменять: τὸ καινοῦσθαι τὰς διανοίας Thuc. изменение образа мыслей;
2) впервые вводить в употребление, торжественно открывать (οἴκημα ὑπόγαιον Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινόω [καινός] voor het eerst gebruiken, inwijden:. οἴκημα κ. een gebouw inwijden Hdt. 2.100.3. vernieuwen:. καινοῦσθαι τὰς διανοίας nieuwe plannen bedenken Thuc. 3.82.3.

Middle Liddell

καινός
I. to make new, innovate:— Pass., of political changes, Thuc.; καινοῦσθαι τὰς διανοίας to have their minds revolutionised, Thuc.
II. = καινίζω, to use for the first time, to handsel, Hdt.