πολεύω
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
= sq. I intr., turn or go about, κατὰ ἄστυ π. go about the city, i.e. live therein, Od.22.223; ὁ πολεύων, in Astrol., the planet presiding ouer a day, Serapio in Cat.Cod.Astr.1.99, PMag.Leid.W.5.47, Paul.Al.I.3; ὄψῃ τοὺς πολεύοντας ἀναβαίνοντας εἰς οὐρανὸν θεούς, ἄλλους δὲ καταβαίνοντας PMag.Par.1.545, cf. Iamb.Myst.3.30. II trans., turn up the soil with the plough, γᾶν… ἱππείῳ γένει π. S.Ant. 341 (lyr.).—Poet. and late Prose.
German (Pape)
[Seite 654] (vgl. πόλος u. πολέω), 1) sich herumdrehen, herumbewegen, κατὰ ἄστυ πολεύειν, d. i. sich in der Stadt aufhalten, daselbst leben, Od. 22, 223. – 2) trans., umwenden, z. B. γῆν, beim Pflügen, Soph. Ant. 342; – ψυχὴν πολεύειν, sein Leben führen, Eur., s. Valck. diatr. p. 246.
Greek (Liddell-Scott)
πολεύω: ὡς τὸ πολέω, Ι. ἀμεταβ., περιφέρομαι, Λατ. versari, κατὰ ἄστυ πολεύειν, περιφέρεσθαι ἀνὰ τὴν πόλιν, δηλ. ζῆν ἐν αὐτῇ, Ὀδ. Φ. 223· ― ὁ πολεύων, ὁ κυριεύων πλανήτης, Παυλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 10· οὕτως, οἱ π. θεοὶ μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλίχου. ΙΙ. μεταβ., ἀροτριῶ τὴν γῆν, ἀνασκάπτω, διὰ τοῦ ἀρότρου, γᾶν... ἱππείῳ γένει π. Σοφ. Ἀντ. 340· αὔλακα Ρήτορες (Walz) 1. 498· ― Μόνον παρὰ ποιηταῖς καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις.
French (Bailly abrégé)
1 tr. tourner, retourner (la terre avec la charrue) acc.;
2 intr. se mouvoir : κατὰ ἄστυ OD à travers une ville, càd y vivre.
Étymologie: πόλος.
English (Autenrieth)
move or live in, inf., Od. 22.223†.
Spanish
Greek Monolingual
Α
1. περιφέρομαι, κινούμαι γύρω από κάτι («οὐδὲ θύγατρας οὐδ' ἄλοχον... Ἰθάκης κατά ἄστυ πολεύειν», Ομ. Οδ.)
2. σκάβω με άροτρο τη γη, οργώνω («Γᾱν... ἱππείῳ γένει πολεύων», Σοφ.)
3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ πολεύων
ο πλανήτης που κυριαρχεί μια συγκεκριμένη μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πολεύω έχει παραχθεί ή από το ουσ. πόλος ή από την ετεροιωμένη βαθμίδα του πέλομαι + κατάλ. -εύω].
Greek Monotonic
πολεύω: όπως το πολέω, μόνο στον ενεστ.,
I. αμτβ., περιφέρομαι, Λατ. versari, κατὰ ἄστυ πολεύω, συχνάζω στην πόλη, δηλ. ζω εκεί, σε Ομήρ. Οδ.
II. μτβ., σκάβω τη γη με το άροτρο, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολεύω [πολέω] met acc. omwoelen:. γᾶν... ἱππείῳ γένει πολεύων de aarde omwoelend met paarden Soph. Ant. 341. intrans. rondlopen:. κατὰ ἄστυ πολεύειν zich in de stad ophouden Od. 22.223.
Russian (Dvoretsky)
πολεύω:
1) вращаться, т. е. пребывать, обитать Hom.;
2) выворачивать, т. е. взрывать, пахать (γᾶν Soph.).
Middle Liddell
πολεύω like πολέω, only in pres.]
I. intr. to turn about, Lat. versari, κατὰ ἄστυ π. to go about the city, i. e. live therein, Od.
II. trans. to turn up the soil with the plough, Soph.