σύμμορφος

From LSJ
Revision as of 20:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμορφος Medium diacritics: σύμμορφος Low diacritics: σύμμορφος Capitals: ΣΥΜΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: sýmmorphos Transliteration B: symmorphos Transliteration C: symmorfos Beta Code: su/mmorfos

English (LSJ)

ον,

   A of the same shape as, τινι Nic.Th.321, cf. Ep.Phil.3.21; τινος Ep.Rom. 8.29: abs., similar, Luc.Am.39.

German (Pape)

[Seite 983] von gleicher, ähnlicher Gestalt, der Gestalt nach ähnlich, τινί; Nic. Ther. 321; Luc. amor. 29.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμορφος: -ον, ὁμοιόμορφος πρός τινα, Νικ. Θηρ. 321, Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. γ΄, 21· τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 29· ἀπολ., ὅμοις, παρόμοιος, Λουκ. Ἔρωτ. 39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de même forme que, conforme à, τινι.
Étymologie: σύν, μορφή.

English (Strong)

from σύν and μορφή; jointly formed, i.e. (figuratively) similar: conformed to, fashioned like unto.

English (Thayer)

σύμμορφον (σύν and μορφή) having the same form as another (cf. σύν, II:1) (Vulg. conformis, configuratus); similar, conformed to (Lucian, amor. 39): τίνος (cf. Matthiae, § 379, p. 864; (Winer s Grammar, 195 (184); Buttmann, § 132,23)), εἰκών, a.); τίνι (Nicander, th. 321), Tdf. συνμορφος); cf. Winer's Grammar, 624 (580)).

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμμορφος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
φρ. «σύμμορφη απεικόνιση»
μαθημ. μια απεικόνιση η οποία διατηρεί τις γωνίες
μσν.
σύμφωνος ή ταιριαστός με κάποιον ή με κάτι
αρχ.
1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με άλλον
2. παρόμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ἔμ-μορφος].

Greek Monotonic

σύμμορφος: -ον (μορφή), αυτός που παρουσιάζει ομοιομορφία με, ομοιόσχημος, με γεν., σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σύμμορφος: похожий с виду или лицом (τινος и τινι NT): γρᾶες καὶ θεραπαινίδων ὁ σ. ὄχλος Luc. старухи и толпа похожих на них служанок.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμμορφος -ον [σύν, μορφή] gelijkvormig (aan), lijkend (op); met dat., met gen.

Middle Liddell

σύμ-μορφος, ον, μορφή
conformed to, c. gen., NTest.

Chinese

原文音譯:summorfÒj, (sÚmmorfoj,) 沁-摩而賀士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:共同-形狀的
字義溯源:共同的形成,模成,相似,一致的,相同的樣式,效法;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(μορφή)*=形像)組成
出現次數:總共(2);羅(1);腓(1)
譯字彙編
1) 相似(1) 腓3:21;
2) 模成(1) 羅8:29