ἄφορος
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ον,
A not bearing, barren, δένδρεα Hdt.2.156; γῆ X.Oec.20.3; of females, barren, περὶ ἀφόρων Hp.Steril. tit. 2 causing barrenness, σταλαγμός A.Eu.784 (lyr.); νοῦσος Hp.Mul.1.38; χρόνος ib.6. II exempt from tribute, ἄ. καὶ ἀτελής Str.15.1.39, cf. BGU 889.24 (ii A. D.). III Pass., not to be borne, νόσημα v. l. for ἄπορος in Hp.VM8.
German (Pape)
[Seite 414] (φέρω), unfruchtbar, δένδρεα Her. 2, 156; Hippocr.; Xen. oec. 20, 3 u. Sp.; unfruchtbar machend, Aesch. Eum. 754. Auch = vor., Strab. XV p. 704.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφορος: -ον, μὴ φέρων καρπόν, ἄκαρπος, ἄγονος, δένδρεα Ἡρόδ. 2. 156· γῆ Ξεν. Οἰκ. 20. 3· ἐπὶ γυναικῶν συχν. παρ' Ἱππ. 2) ἐπιφέρων ἀφορίαν, ἀκαρπίαν, σταλαγμὸν, χθονὶ ἄφορον Αἰσχύλ. Εὐμ. 784 (ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ χθονὶ ἄφορον ὁ Heimsöth προτείνει, χθονὶ φθοράν). ΙΙ. ἀπηλλαγμένος φόρων, ἀτελής, Στράβων 704. ΙΙΙ. παθ. ἀφόρητος, νόσημα Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11 (μετὰ διαφ. γρ. ἄπορος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne produit pas, stérile;
2 qui rend stérile.
Étymologie: ἀ, φέρω.
Spanish (DGE)
-ον
A adj.
I en rel. con el fruto
1 estéril, improductivo δένδρεα Hdt.2.156, γῆ X.Oec.20.3, Plu.2.939d, POxy.1911.117 (VI d.C.), χώρα ... ἄ. ναυπηγησίμων ξύλων tierra que no produce madera adecuada para construcción naval D.C.68.26.1, de mujeres περὶ ἀφόρων (γυναικῶν) sobre la esterilidad femenina Hp.Steril.tít.
2 que produce esterilidad μεθεῖσα ... σταλαγμὸν χθονὶ ἄφορον A.Eu.784, νοῦσος Hp.Mul.1.38, χρόνος Hp.Mul.1.6.
II exento de tributo de productos y bienes inmuebles ἄ. καὶ ἀτελής Str.15.1.39, cf. PTeb.24.37 (II a.C.), PPetaus 13.24, 14.31 (II d.C.), PWisc.34.12 (II d.C.)
•dud. privado de οὐκ ἄ. στεφάνων IG 7.2538 (Tebas) en Hermes 65.1930.221 (cj.).
III ἄφοροι· ἀσύλητοι Hsch.
B subst. zool. ὁ ἀ. cierto pececillo Isid.Etym.12.6.40.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄφορος, -ον)
ο δίχως καρπούς ή βλάστηση
αρχ.
1. άγονη, στείρα
2. αυτός που προξενεί ακαρπία
3. αφορολόγητος
4. αφόρητος, ανυπόφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -φορος < φέρω (πρβλ. εύφορος)].
Greek Monotonic
ἄφορος: -ον (φέρω),
1. αυτός που δεν φέρει καρπούς, άκαρπος, άγονος, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. αυτός που προκαλεί ακαρπία, στειρότητα, μαρασμό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄφορος:
1) бесплодный (δένδρον Her., Plut.; γῆ Xen.; φυτά Arst.);
2) делающий бесплодным, несущий бесплодие (χθονί Aesch. - v. l. φθοράν).
Middle Liddell
φέρω
1. not bearing, barren, Hdt., Xen.
2. causing barrenness, blighting, Aesch.