ἐπιβήτωρ
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A one who mounts, ἐ. ἵππων Od.18.263, Simm.1.3; νεὼς ἐπιβήτορα λαόν, = ἐπιβάτας, AP7.498 (Antip.(?)); ἐ. κύκλων, of the Trojan horse, Tryph.307. 2. of male animals, e.g.a boar, συῶν ἐπιβήτωρ Od.11.131; of a bull, Theoc.25.128. II. as Adj., springing, Nonn.D.20.113. 2. metaph., at home in, master of a thing, θηροδιδασκαλίης Man.4.245; dwelling in, ὕλης οὐρανίας κτλ. Orph.Fr.353.
German (Pape)
[Seite 929] ορος, ὁ, der da besteigt, – a) ἵππων, Reiter, Od. 18, 263 u. Sp., wie Opp. C. 4, 51; auch κούρη, Nonn. D. 1, 51; νεώς, = ἐπιβάτης, Ant. Sid. 106 (VII, 498). – b) Bespringer, συῶν ἐπιβ., der Eber, Od. 11, 131. 23, 278; von Stieren, Theocr. 25, 128. – c) als adj., emporsteigend, sich erhebend, z. B. παλμός, Nonn. D. 20, 113 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἐπιβαίνων ἢ ἀναβαίνων, ἐπιβήτωρ ἵππων, ἔφιππος, ἱππεύς, Ὀδ. Σ. 263· νεὼς ἐπιβήτορα λαὸν = ἐπιβάτας, Ἀνθ. Π. 7. 498· ἐπ. κύκλων, περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Τρυφ. 307. 2) ἐπὶ ἀρρένων ζῴων, οἷον τοῦ κάπρου, συῶν ἐπιβήτωρ Ὀδ. Λ. 131· τοῦ ταύρου, Θεόκ. 25. 128. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀνατινασσόμενος, ἀναπηδῶν, Νόνν. Δ. 20. 113:- μεταφ., κάτοχος, κύριός τινος, καλῶς γιγνώσκων τι, θηροδιδασκαλίης Μανέθ. 4. 245.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui monte sur des chevaux.
Étymologie: ἐπιβαίνω.
English (Autenrieth)
ορος: mounter, ‘mounted warrior,’ ἵππων, Od. 18.263; designating a boar, συῶν ἐπιβήτωρ, λ 131, Od. 23.278.
Greek Monotonic
ἐπιβήτωρ: -ορος, ὁ (ἐπιβαίνω),·
1. αυτός που ανεβαίνει, επιβαίνει σε άλογο, ἐπ. ἵππων, έφιππος ιππέας, αναβάτης αλόγου, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για αρσενικού γένους ζώα, π.χ. γουρούνι (αρσενικό), στο ίδ.· ταύρος, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβήτωρ: ορος ὁ
1) всходящий, садящийся: ἐ. ἵππων Hom. всадник; νεὼς ἐ. Anth. = ἐπιβάτης 1; συῶν ἐ. Hom. = ὁ κάπρος;
2) Theocr. = ταῦρος.
Middle Liddell
ἐπιβήτωρ, ορος, ἐπιβαίνω
1. one who mounts, ἐπ. ἵππων a mounted horseman, Od.
2. of male animals, e. g. a boar, Od.; a bull, Theocr.