ἐφεδρεία

From LSJ
Revision as of 09:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφεδρεία Medium diacritics: ἐφεδρεία Low diacritics: εφεδρεία Capitals: ΕΦΕΔΡΕΙΑ
Transliteration A: ephedreía Transliteration B: ephedreia Transliteration C: efedreia Beta Code: e)fedrei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A a sitting upon, ἐπὶ δένδρεσι Arist.HA614b6; ἡ ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς ἐ. Id.IA713a21.    II sitting by, waiting for one's turn, of pugilists, etc., drawing 'byes', Pl.Lg.819b.    2 in war, reserve, Plb.1.9.2, D.S.17.12, D.H.9.57 (pl.): but in pl., observationposts, Ath.Mech.16.4.    III lying near, protection, ἡ τῶν πολεμίων ἐ. Plb.23.16.2; station, post, τῷ φυγόντι ἐξ ἐ. Id.1.17.11; lying in wait, Plu.Flam.8, Onos.14.1.    IV watchfulness against symptoms of disease, περὶ ἐ., title of work by Antonius the Epicurean, Gal.5.1. (Sts. written -ρία.)

German (Pape)

[Seite 1113] ἡ, das Daraufsitzen, ἡ ἐπὶ τοῖς δένδρεσιν ἐφ. Arist. H. A. 9, 9. – Dah. das Aufpassen, Auflauern, καὶ κατασκοπή Plut. Flamin. 8; das Darauffolgen, Eintreten des neuen Fechters, πυκτῶν καὶ παλαιστῶν Plat. Legg. VII, 819 b; dah. im Kriege die Reserve, Pol. 1, 9, 2; ἐφεδρείας ἔχοντες τάξιν 3, 45, 5, öfter, wie Sp., D. Hal. 9, 57; D. Sic. 14, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφεδρεία: ἡ, τὸ καθῆσθαι ἐπί τινι, ἐπὶ δένδρεσιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 9, 2· ἡ ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς ἐφ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Πορείας 15. 8. ΙΙ. τὸ νὰ κάθηταί τις πλησίον ἀναμένων τὴν σειράν του, ἐπὶ πυγμάχων κτλ., Πλάτ. Νόμ. 819Β. 2) ἐν πολέμῳ, ἡ δύναμις ἡ ἐπιτηροῦσα καὶ οὖσα ἕτοιμος ὅπως ἀνακουφίσῃ τὰ κινδυνεύοντα μέρη τοῦ μαχομένου στρατοῦ, Λατιν. Subsidia, Πολύβ. 1. 9, 2. ΙΙΙ. τὸ κεῖσθαι πλησίον, παραμονεύειν, ἡ τῶν πολεμίων ἐφ. Πολύβ. 24. 12, 2· τὸ ἐνεδρεύειν, Λατ. insidiae, Πλούτ. ἐν Φλαμιν. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de s’asseoir auprès ; action d’observer, action d’épier ; embûche (cf. lat. insidiae).
Étymologie: ἐφεδρεύω.

Greek Monolingual

η (Α ἐφεδρεία) εφεδρεύω
1. το να εφεδρεύει, να κάθεται κάποιος πάνω σε κάτι («ἔχει δὲ καὶ τοὺς ὄνυχας βελτίους τῶν κολοιῶν, πεφυκότας πρὸς τὴν ἀσφάλειαν τὴς ἐπὶ τοῑς δένδρεσιν ἐφεδρείας», Αριστοτ.)
2. πολεμική δύναμη που παρακολουθεί από κοντά τα μαχόμενα τμήματα του στρατού και είναι έτοιμη να συνδράμει σε ενδεχόμενο κίνδυνο
νεοελλ.
1. το σύνολο τών πολιτών που απολύθηκαν από τον ενεργό στρατό μετά τη λήξη της θητείας τους και μπορούν ν' ανακληθούν σε καιρό επιστράτευσης
2. απόθεμα, παρακαταθήκη
αρχ.
1. το να παραμονεύει κάποιος σ' έναν τόπο, η ενέδρα («πιστεύσαντες τῇ τῶν πολεμίων ἐφεδρείᾳ», Πολ.)
2. η θέση αυτού που ενεδρεύει, το πόστοθάνατος ἔστι τῷ φυγόντι ἐξ ἐφεδρείας», Πολ.)
3. ιατρ. η προσεκτική παρακολούθηση τών συμπτωμάτων και της εξέλιξης κάποιας νόσου («Περὶ ἐφεδρείας» — τίτλος έργου του Αντωνίου του Επικουρίου)
4. (για αθλητή που ευνοήθηκε κατά την κλήρωση) η αναμονή προκειμένου ν' αγωνιστεί με τους νικητές τών προκριματικών αγώνων.

Greek Monotonic

ἐφεδρεία: ἡ,
I. κάθισμα πάνω σε κάτι.
II. το να κάθεται κάποιος κοντά, περιμένοντας τη σειρά του, λέγεται για πυγμάχους, σε Πλάτ.· ενέδρευση, καρτέρι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφεδρεία:
1) сидение (ἐπὶ τοῖς δένδρεσι, ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς Arst.);
2) засада (ἐφεδρείας ἕνεκα καὶ κατασκοπῆς Plut.);
3) (о готовых к состязанию борцах) ожидание очереди (πυκτῶν καὶ παλαιστῶν Plat.);
4) вспомогательные отряды, резервы (ἐφεδρείαν ἀπολιπεῖν ἐν τῇ πόλει Polyb.).

Middle Liddell

ἐφεδρεία, ἡ,
I. a sitting upon.
II. a sitting by, waiting for one's turn, of pugilists, Plat.: a lying in wait, Plut. [from ἐφεδρεύω