κοιλιακός

From LSJ
Revision as of 10:22, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλιακός Medium diacritics: κοιλιακός Low diacritics: κοιλιακός Capitals: ΚΟΙΛΙΑΚΟΣ
Transliteration A: koiliakós Transliteration B: koiliakos Transliteration C: koiliakos Beta Code: koiliako/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of the bowels, ἀρρώστημα Plu.Ant.49; διάθεσις Gal.8.388; τὰ κ. Dsc.1.42.    II of persons, suffering in the bowels, ib.73, Ruf. ap. Orib.8.24.30, Philagr.ib.5.20.2, Plu.2.101c, Gal.6.525.

German (Pape)

[Seite 1466] am Unterleibe, an der Verdauung leidend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιακός: -ή, -όν, τῆς κοιλίας, ἀνήκων εἰς τὴν κοιλίαν, Διοσκ. 1, 51, Γαλην. 2, 263C, κλ. 2) ὁ πάσχων τὴν κοιλίαν ἢ τὰ ἐντόσθια, Γαλην. 6. 323F, Διοσκ. 1. 101, 116, Ροῦφ. παρ’ Ὀρειβ. 2. 211, 4. Ἐπίρρ. -κῶς, Achmes.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κοιλιακός, -ή, -όν) κοιλία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοιλιά (α. «κοιλιακοί μύες» — οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων της κοιλιακής κοιλότητας
β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας ὑδερικοῑς και κοιλιακοῑς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοιλιακά
κάθε μορφής νόσοι του εντερικού σωλήνα, ιδίως στα παιδιά
2. φρ. ανατ. α) «κοιλιακή αρτηρία» — παχύς κλάδος της αορτής που εκφύεται κάτω από το διάφραγμα στο επίπεδο του άνω χείλους του παγκρέατος
β) «λαρυγγική κοιλία» — καθένα από τα δύο πλάγια εκκολπώματα που παρουσιάζει ο λάρυγγας
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιλιακόν
βαριά νόσος της κοιλιάς, πιθ. τύφος ή δυσεντερία («τὸ κοιλιακὸν τοὺς ἐκόλλησε και πόθαναν οἱ Φράγκοι», Χρον. Μορ.)
αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νόσο της κοιλιάς («οἰκεῖόν ἐστιν ἔδεσμα κοιλιακῶν τε καὶ δυσεντερικῶν», Γαλ.).
επίρρ...
κοιλιακῶς
μσν.
στην κοιλιά, κατά την κοιλιά («ἀσθενεῖ κοιλιακῶς»).

Russian (Dvoretsky)

κοιλιακός: брюшной, желудочный (ἀρρωστήματα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιλιακός -ή -όν [κοιλία] van de darmen:. κοιλιακοῖς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν zij vielen ten prooi aan darminfecties Plut. Ant. 49.6.