νοερός

From LSJ
Revision as of 11:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοερός Medium diacritics: νοερός Low diacritics: νοερός Capitals: ΝΟΕΡΟΣ
Transliteration A: noerós Transliteration B: noeros Transliteration C: noeros Beta Code: noero/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A intellectual, ψυχαὶ ἀναθυμιώμεναι νοεραὶ ἀεὶ γίνονται Heraclit.12, cf. Pl.Alc.1.133c (v.l., Comp.); ζῷον ἔμψυχον ν. τε καὶ λογικόν, of the κόσμος, Zeno Stoic.1.32, cf. Ti.Locr.99e; αἰσθητικώτερον καὶ-ώτερον τὸ λεπτότερον [αἷμα] Arist.PA648a3; ν. τόπος Id.Pr. 954a35; πνεῦμα ν. Placit.1.7.19; νοεραὶ φρένες Nic.Al.543; [θεὸν] νοερώτερον ἠὲ νόημα Timo 60; opp. ἀσύνετος, S.E.M.7.325, cf. Onos. 1.7; epith. of Apollo, AP9.525.14: Sup., Plot.6.6.8. Adv. -ρῶς in the spiritual sense or world, ἴθι εἰς Χάρραν ν. Ph.1.629, cf. Iamb.Myst. 1.21, Procl.Inst.139; f.l. for νοερῷ in Herm. ap. Stob.1.49.44.

Greek (Liddell-Scott)

νοερός: -ά, -όν, διανοητικός, ἀναγόμενος εἰς τὸν νοῦν, Λατ. mentalis, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 133C, Τίμ. Λοκρ. 99Ε· αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον αἷμα Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 5· φρένες νοεραὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 566· ἀντίθετον τῷ ἀσύνετος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 325· ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 14. ― Ἐπίρρ. νοερῶς, Θ. Στουδ. σ. 134D, κλ.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
qui concerne l’intelligence :
1 de l’intelligence, intellectuel;
2 doué d’intelligence, intelligent.
Étymologie: νόος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νοερός, -ά, -όν, Α και νοηρός, -ά, -όν)
1. αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.)
2. αυτός που γίνεται, που συντελείται στο πεδίο του νου και όχι τών αισθήσεων, υπεραισθητός (α. «έξαφνα νοεράν οπτασίαν, την μορφήν της μητρός του», Παπαδ.
β. «νοερὸς γάμος», Πρόκλ.)
μσν.
1. αυτός που έχει πνευματική σχέση με κάποιον, πνευματικός
2. (για λόγο) αλληγορικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοερόν
νοημοσύνη, ευφυΐα
4. φρ. «νοερὸς οἶκος» — η ψυχή
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει νοητική ικανότητα, νοήμων, λογικός
αρχ.
1. αυτός που ανάγεται στον νου, νοητικός («αἰσθητικώτερον καὶ νοερώτερον τὸ λεπτότερον [[[αἷμα]]]», Αριστοτ.)
2. μυαλωμένος, συνετός, νουνεχής
3. εκκλ. φρ. «νοεραὶ φύσεις» — οι άγγελοι.
επίρρ...
νοερώς και -ά (ΑΜ νοερῶς)
με νοερό τρόπο, νοερά, με τον νου και όχι με τις αισθήσεις («θα είμαι πάντα κοντά σου νοερά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + κατάλ. -ερός / -ηρός (πρβλ. στυγ-ερός, νοσ-ηρός)].

Greek Monotonic

νοερός: -ά, -όν (νόος), διανοητικός, αυτός που ανάγεται στη νοητική λειτουργία του εγκεφάλου, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

νοερός:
1) относящийся к разуму, интеллектуальный (λογικός καὶ ν. Plat.);
2) разумный, мудрый (Ἀπόλλων Anth.).

Middle Liddell

νοερός, ή, όν νόος
intellectual, Plat., etc.