πλίνθινος

From LSJ
Revision as of 13:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλίνθῐνος Medium diacritics: πλίνθινος Low diacritics: πλίνθινος Capitals: ΠΛΙΝΘΙΝΟΣ
Transliteration A: plínthinos Transliteration B: plinthinos Transliteration C: plinthinos Beta Code: pli/nqinos

English (LSJ)

η, ον,

   A made or built of brick, οἰκίαι, τεῖχος, Hdt.5.101, X.An.3.4.11, cf. Arist.Metaph.1033a19; στήλη J.AJ1.2.3; ἔργα PSI5.496.3 (iii B. C.).    II of clay, κυλίκιον Thphr.HP5.9.8; ζῷα Dicaearch.1.3 (dub.).

German (Pape)

[Seite 636] von Ziegeln erbau't, gemacht; Her. 5, 101; Xen. An. 3, 4, 11 u. Sp., wie D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

πλίνθῐνος: -η, -ον, (πλίνθος) πεποιημένος ἢ ᾠκοδομημένος ἐκ πλίνθων, οἰκία, τεῖχος Ἡρόδ. 5. 101, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 11, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 7, 12. ΙΙ. ἐκ πηλοῦ, πήλινος, κυλίκιον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 8· ζῷα Δικαίαρχ. σ. 120 Gail.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait ou bâti en briques.
Étymologie: πλίνθος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλίνθινος, -ίνη, -ινον, ΝΑ, και πλίθινος Ν πλίνθος/πλίθος]
αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλίνθους, πλινθόκτιστος
αρχ.
αυτός που είναι κατασκευασμένος από πηλό, χωματένιος.

Greek Monotonic

πλίνθῐνος: -η, -ον (πλίνθος), αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλίνθο, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πλίνθῐνος: сложенный из кирпичей, кирпичный (οἰκία Her., Arst.; τεῖχος Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλίνθινος -η -ον [πλίνθος] bakstenen, van baksteen.

Middle Liddell

πλίνθῐνος, η, ον πλίνθος
of brick, Hdt., Xen.