πολυχρόνιος

From LSJ
Revision as of 13:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυχρόνιος Medium diacritics: πολυχρόνιος Low diacritics: πολυχρόνιος Capitals: ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΣ
Transliteration A: polychrónios Transliteration B: polychronios Transliteration C: polychronios Beta Code: poluxro/nios

English (LSJ)

ον,

   A of olden time, ancient, h.Merc. 125.    2 of long standing, τὴν πολυχρονίων (leg. -χρόνιον) Μαρμαριτῶν θρασύτητα Sammelb.6026 (Cyrenaica, iii A.D.).    II lasting for long, νουσήματα Hp.Aph.4.23, cf.7.6; μουναρχίη Hdt.1.55; π. ἔχειν τὴν ζωήν Arist.Long.464b25; ἀρχαί Id.Pol.1299a7 (Comp.); opp. αἰώνιος, Epicur.Sent.28; βιότω τέρμα long-protracted, Call.Lav. Pall.128; πολιορκίαι Onos.38.6; πλέγμα AP5.254.14 (Paul. Sil.): Comp., Hp.Fract.10, Pl.Ti.75b: Sup., τὰ -ώτατα τῶν ἀνθρωπίνων X.Mem.1.4.16. Adv. -ίως dub. l. in Hp.Ep.17.    2 long-lived, Arist.HA29b32, al.: Comp. -ώτερος Pl.Phd.87c, Arist.HA613a25, Thphr.CP5.18.4: Sup. -ώτατος, αἷμα Call.Del.282, cf. Dam.Pr. 23.

German (Pape)

[Seite 677] von langer Zeit, lange dauernd, alt; H. h. Merc. 125; Her. 1, 55; Plat. Tim. 75 b; Xen. Mem. 1, 4, 16; Pol. oft u. a. Sp.; Compar., Pol. 1, 13, 11; Superl., 37, 3, 2, wie Callim. Del. 282; πολυχρονιώτερος τῆς εἱμαρμένης, Polem. 2, 12.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρόνιος: -ον, ὁ ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπάρχων, ὁ ἐκ παλαιοῦ, παλαιός, ἀρχαῖος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 125, Ἀνθ. Π. 5, 255· οὕτω παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἡρόδ. 1. 55, Ἱππ. Ἀφ. 1250 (νόσημα), Πλάτ. Τίμ. 75Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 16. ΙΙ. ὁ ἐπὶ μακρὸν διαρκῶν, διαμένων, π. ἔχειν τὴν ζωὴν Ἀριστ. π. Μακροβιότ. 1. 2· ἀρχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 4. 15, 1· βιότου τέρμα, ἐπὶ μακρὸν παραταθέν, Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 128. 2) ἐπὶ ζῴων, ὁ ἐπὶ μακρὸν ζῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 9 κ. ἀλλ. ― συγκρ. -ώτερος, Ἱππ. Ἀγμ. 758, Πλάτ. Φαίδων 87C, κτλ.· ὑπερθ. -ώτατος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 16, Καλλ. εἰς Δῆλ. 282. ― Ἐπίρρ. -ίως, Ἱππ. Ἐπιστ. 1282. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dure depuis longtemps.
Étymologie: πολύς, χρόνος.

Greek Monolingual

-α, -ο / πολυχρόνιος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που υπάρχει για πολύ χρόνο, παλαιός, αρχαίος
2. αυτός που διαρκεί πολύ, πολύχρονος, μακροχρόνιοςμέσα σε πολυχρόνια και πολυμήχανη πολιορκία», Παπαντ.)
3. αυτός που αργεί να εγκαταλείψει κάτι, που παραμένει για πολύ
4. αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το πολυχρόνιον)
(λειτ.) ευχετήριος ύμνος κατά τη Θεία Λειτουργία υπέρ μακροημερεύσεως πολιτικών ή εκκλησιαστικών αρχόντων
μσν.
λεγόταν ως ευχή για την μακροβιότητα κάποιου.
επίρρ...
πολυχρονίως Α
για πολύ, για μεγάλο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. βραχυ-χρόνιος.

Greek Monotonic

πολυχρόνιος: -ον, I. αυτός που ζει πολύ, αυτός που ανήκει σε παλιά εποχή, αρχαίος, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Ξεν.
II. αυτός που διαρκεί πολύ, σε Αριστ.· συγκρ. -ώτερος, σε Πλάτ.· υπερθ. -ώτατος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πολυχρόνιος:
1) длительный, долгий, продолжительный (ἡ μουναρχίη τοῦ Κροίσου Her.; γένος τοῦ βίου Plat.; ζωή Arst.; ἀποδημία Plut.);
2) долговечный (sc. τὰ ζῷα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυχρόνιος -ον [πολύς, χρόνος] langdurig:; πολυχρόνια νοσήματα langdurige ziekten Hp. Aph. 4.23; π. μουναρχίη lange monarchie Hdt. 1.55.2; lang levend:. πότερον πολυχρονιώτερόν ἐστι τὸ γένος ἀνθρώπου ἢ ἱματίου welke soort langer leeft: een mens of een mantel Plat. Phaed. 87c.

Middle Liddell

πολυ-χρόνιος, ον,
I. long-existing, of olden time, ancient, Hhymn., Hdt., Xen.
II. lasting for long, Arist.:—comp. -ώτερος, Plat.; Sup. -ώτατος, Xen.