συμπραγματεύομαι
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
aor.
A -επραγματεύθην IG11(4).1055.10 (Delos, iii B.C.), Lycon ap.D.L.5.71 :—assist in transacting business, τισι Plu.Cat.Ma.21; σ. τὰ περὶ τοὺς νόμους Id.Lyc.5; μετά τινων περί τινος IG22.844.17 (iii B.C.), cf.PTeb.812.13 (ii B.C.): abs., Plu.2.417a, CIG (add.) 1997d (Edessa).
German (Pape)
[Seite 989] dep. med., zugleich womit beschäftigt sein, Plut. Lyc. 5, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
συμπραγμᾰτεύομαι: μέλλ. -έυσομαι· ἀόρ. -επραγματεύθην Διογ. Λ. 5. 71· ἀποθ. Καταγίνομαι ὁμοῦ, συνδιεξάγω, ἀσχολοῦμαι ὁμοῦ εἴς τι, τινι Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 21· σ. τι ὁ αὐτ. ἐν Λυκούρ. 5· ἀπολ., ὁ αὐτ. 2. 417Α, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 1997d.
French (Bailly abrégé)
f. συμπραγματεύσομαι, ao. συνεπραγματευσάμην ou συνεπραγματεύθην;
traiter d’affaires ou d’une affaire avec, τινι.
Étymologie: σύν, πραγματεύομαι.
Greek Monolingual
ΜΑ πραγματεύομαι
καταγίνομαι κι εγώ, μετέχω κι εγώ σε εργασία.
Greek Monotonic
συμπραγματεύομαι: μέλ. -εύσομαι, αποθ., ασχολούμαι, καταγίνομαι από κοινού σε ένα έργο, με δοτ. προσ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συμπραγμᾰτεύομαι: совместно делать, помогать, сотрудничать: σ. τὰ περὶ τοὺς νόμους Plut. участвовать в законодательстве; σ. τινι Plut. заниматься делами с кем-л., быть чьим-л. компаньоном.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπραγματεύομαι [σύν, πραγματεύομαι] meewerken aan; met dat. helpen zaken af te handelen.
Middle Liddell
fut. -εύσομαι
Dep. to assist in transacting business, c. dat. pers., Plut.