ἐξερείπω
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
A strike off, ὄζους δρυὸς πελέκει Pi.P.4.264. II more freq. intr. in aor. 2 ἐξήρῐπον, inf. ἐξερῐπεῖν:—fall to earth, ὡς δ' ὅθ' ὑπὸ ῥιπῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ δρῦς Il.14.414; χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα the mane streaming downwards from the yoke-cushion, 17.440; [κάπροι] αὐχένας ἐξεριπόντες letting their necks fall on the ground, Hes.Sc. 174; fall down, Id.Th.704.—Mostly Ep., but ᾗ ἐξήριπε τὸ κάτηγμα where the fractured part projects, Hp.Off.12.
German (Pape)
[Seite 878] (s. ἐρείπω), zu Boden werfen, niederhauen; ὄζους δρυὸς πελέκει ἐξερείψαι κεν Pind. P. 4, 264; – aor. II. ἐξήριπον, intr., zu Boden stürzen, niederfallen, δρῦς Il. 14, 414; χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα, die aus dem Joch herabfallende Mähne, 17, 440; vgl. Hes. Th. 704; κάπροι αὐχένας ἐξεριπόντες, mit gesenktem Nacken, Sc. 174.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξερείπω: περικόπτω, ὡς γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψαι κεν μεγάλας δρυὸς Πινδ. Π. 4, 469. ΙΙ. συχνότερον ἀμεταβάτως κατ’ ἀόρ. β΄ ἐξήρῐπον, ἀπαρ. ἐξερῐπεῖν: πίπτω εἰς τὴν γῆν, ὡς δ’ ὅθ’ ὑπὸ ῥιπῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ δρῦς, «ἐκπέσῃ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ξ. 414· χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα, ἐκπεσοῦσα τῆς ζεύγλης, περὶ τῶν ἵππων τοῦ Πατρόκλου, Ρ. 440· κάπροι αὐχένος ἐξεριπόντες, ἔχοντες ἐρριμένους αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 174: πίπτω κάτω, καταπίπτω, τῆς μὲν ἐρειπομένης, τοῦ δὲ ὑψόθεν ἐξεριπόντος, «τῆς μὲν (γῆς) ἐρριμένης κάτω, τοῦ δὲ (οὐρανοῦ) ἐπικειμένου» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 704· - κατὰ τὸ πλεῖστον Ἐπ.· ἀλλ’ ὡσαύτως παρ’ Ἱππ. περὶ Ἰητρ. 745 (ἐξ εἰκασίας Foës.), ᾗ ἐξήριπε τὸ κάτηγμα, ἔνθα τὸ κάταγμα πράγματι ἐγένετο.
French (Bailly abrégé)
ao2. ἐξήριπον;
1 tomber à terre en parl. d’un arbre;
2 avec le gén. tomber de, pendre de ; abs. être penché.
Étymologie: ἐξ, ἐρείπω.
English (Autenrieth)
aor. 2 subj. ἐξερίπῃ, part. -εριποῦσα: aor. 2 intrans., fall down or over. (Il.)
English (Slater)
ἐξερείπω
1 strike off εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψειεν μεγάλας δρυός (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd.: ἐξερείψῃ κεν Bergk: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) (P. 4.264)
Greek Monolingual
ἐξερείπω (Α) ερείπω
1. κόβω
2. πέφτω στη γη («ὡς δ' ὅθ' ὑπὸ πληγῆς πατρὸς Διὸς ἐξερίπῃ δρῡς», Ομ. Ιλ.)
3. προβάλλω, προεξέχω («ᾖ ἐξήριπε τὸ κάτηγμα», Ιπποκρ.).
Greek Monotonic
ἐξερείπω: περικόπτω· αμτβ. στον αόρ. βʹ ἐξήρῐπον, απαρ. ἐξερῐπεῖν, πέφτω στη γη, σε Ομήρ. Ιλ.· χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα, η χαίτη που ανεμίζει προς τα κάτω από τον ζυγό, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξερείπω:
1) валить, срубать (ὄζους δρυὸς πελέκει Pind.);
2) (только aor. 2) валиться, падать (δρῦς ἐξήριπε Hom.; ὑψόθεν Hes.): κάπροι αὐχένας ἐξεριπόντες Hes. кабаны с низко опущенными шеями.
Middle Liddell
to strike off: intr. in aor, 2 ἐξήρῐπον, inf. ἐξερῐπεῖν, to fall to earth, Il.; χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα the mane streaming downwards from the yoke, Il.