ῥώψ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
(A), ἡ, gen. ῥωπός,
A shrub, bush, sg.only in Hsch., who has ῥώψ· βοτάνη ἁπαλή: elsewh. only in pl., underwood, brushwood, Od.10.166, 14.49, 16.47; ῥῶπες εἰς σκέπην Lib.Or.11.254; ἱμαντώδη φυτά, acc. to Eust.1750.2.
ῥώψ (B),
A πλοῖον παπύρινον, ὃ καλεῖται Αἰγυπτιστὶ ῥώψ UPZ 81 ii 7 (ii B.C.); ἐὰν δὲ μὴ ἔχητε πλοῖον, συνεμβήσητε ἅμα ἡμῖν εἰς ῥώμσιν PPar. in Glotta 2.150; corrupted to ῥώνιξις· ποταμίας νεὼς εἶδος, in Hsch. [ῥώψ from *ῥωμς; Egyptian rms.]
German (Pape)
[Seite 855] ἡ, niedriges Strauchholz, Gesträuch, Gebüsch, auch das davon abgehauene Strauchwerk, Gezweig, Reisig; αὐτὰρ ἐγὼ σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε, Od. 10, 166, wo Schol. erkl. ἱμαντώδη φυτὰ ἐπιμήκεις καὶ εὐκάμπτους ῥάβδους ἔχοντα; ῥῶπας ὑπέχευε δασείας, 14, 49, wie χεῦεν ὑπὸ χλωρὰς ῥῶπας, 16, 47; Schol. leiten es von ῥέπω ab, ὅτι ῥέπει ὅπου θέλει τις, ἱμαντῶδες γάρ ἐστιν. Einzeln bei sp. D., wie D. Per. 1100; auch Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ῥώψ: ἡ, γεν. ῥωπός, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ., σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε, «ἱμαντώδη φυτὰ ἐπιμήκεις καὶ εὐκάμπτους ῥάβδους ἔχοντα» (Σχόλ.)· «ῥῶπες καὶ λύγοι, φυτὰ ἱμαντώδη καὶ οὕτως εὐλύγιστα, ὡς καὶ πεῖσμα, ὅ ἐστι σχοινίον, ἐξ αὐτῶν στρέφεσθαι ἤγουν κλώθεσθαι» (Εὐστ.), Ὀδ. Κ. 166, ἐχρησίμευον καὶ ὡς πρόχειρος στιβάς, Ξ. 49· χεῦον ὕπο χλωρὰς ῥῶπας καὶ κῶας ὕπερθεν Π. 47· - πρβλ. ῥωπήιον· (ῥὼψ καὶ ῥὶψ εἶναι συγενεῖς τύποι).
English (Autenrieth)
ῥωπός: pl., twigs, brushwood.
Greek Monotonic
ῥώψ: ῥωπός, ἡ, χαμόδενδρο, θάμνος, φυτό επίμηκες και εύκαμπτο, μόνο σε πληθ., σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ῥώψ: ῥωπός ἡ куст (только pl. ῥῶπες, см.).
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: f.
Meaning: βοτάνη ἁπαλή H.; pl. ῥῶπες f. brushwood, low shrub wood, shrubbery, bush (Od., Lib.).
Derivatives: ῥωπ-ήϊα pl. (Il.), -ίον n. (D. C.), -άς f. (Opp.), -αξ m. (Suid.) id.; -ήεις overgrown with bush (Q. S.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Beside ῥώψ with long vowel stands the zero grade ῥαπίζω, χρυσό-ρραπις, which with ῥάβδος, ῥάμνος, also with ῥέπω, ῥέμβομαι may form a group (meaning turn, wind, bend; s. vv. w. lit.). No connections outside Greek. -- The word may be of Pre-Greek origin.
2.
Grammatical information: ?
Meaning: Egypt. word for ship; cf. πλοῖον παπύρινον, ο καλεῖται Αἰγυπτιστὶ ῥώψ (UPZ 81 : II 7; ptol.); also ρωμσις id. (pap.); miswritten in ῥώνιξις ποταμίας νεὼς εἶδος H.; s. Lidén Glotta 42, 149 w. lit.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Egypt.
Etymology: From Egypt. rms ship; s. also Schwyzer 277.
Middle Liddell
ῥώψ, ῥωπός,
a shrub, bush: only pl. bushes, underwood, brushwood, Od. Od.
Frisk Etymology German
ῥώψ: 1.
{rhṓps}
Meaning: βοτάνη ἁπαλή H.; pl. ῥῶπες f. Reisig, niedriges Strauchholz, Gesträuch, Gebüsch (Od., Lib.).
Derivative: Davon ῥωπήϊα pl. (Il.), -ίον n. (D. C.), -άς f. (Opp.), -αξ m. (Suid.) ib.; -ήεις mit Gebüsch bewachsen (Q. S.).
Etymology : Neben dem dehnstufigen ῥώψ stehen die schwundstufigen ῥαπίζω, χρυσόρραπις, die mit ῥάβδος, ῥάμνος, auch mit ῥέπω, ῥέμβομαι u.a. eine Gruppe zu bilden scheinen (Bed. drehen, winden, biegen; s. die betr. Wörter m. Lit.). Genaue außergriech. Entsprechungen fehlen.
Page 2,669
2.
{rhṓps}
Meaning: ägypt. Wort für Schiff; vgl. πλοῖον παπύρινον, ὃ καλεῖται Αἰγυπτιστὶ ῥώψ (UPZ 81 : II 7; ptol.); auch ρωμσις ib. (Pap.); verschrieben in ῥώνιξις· ποταμίας νεὼς εἶδος H.; s. Lidén Glotta 42, 149 m. Lit.
Etymology : Aus ägypt. rms Schiff; s. auch Schwyzer 277.
Page 2,669