ἀκοστή
English (LSJ)
ἡ,
A barley, Nic.Al.106. (Cypr. acc. to Hsch., but Thess. for grain of all kinds acc. to Sch.Il.6.506.)
German (Pape)
[Seite 78] ἡ (ἀκή, Hacheln, Buttm.), Gerste, plur., Nic. Al. 106. Nach Hesych. Cyprisch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοστή: ἡ, κριθή, Νικ. Ἀλεξ. 106. (λέγεται ὅτι εἶναι λέξις Κυπριακή· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· «ἀκοστή, κριθὴ παρὰ Κυπρίοις», Ἡσυχ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
orge, plante.
Étymologie: DELG cf. ἄχνη, ἄχυρον.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Grafía: graf. ἀγ- AB 213.4
• Prosodia: [ᾰ-]
1 cebada Nic.Al.106, chipr. según Hsch.
2 tes. gener. grano Sch.Er.Il.6.506.
• Etimología: Deriv. en *-s de la raíz *ak- (cf. 2 ἀκή, 1 ἄκμων), cf. lat. acus, -eris, gót. ahs ‘espiga’.
Greek Monolingual
ἀκοστή, η (Α)
το κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι, κατά τον Ησύχιο, κυπριακή και σημαίνει «το κριθάρι» (πρβλ. και λ. κοσταὶ «κριθαί» επίσης στον Ησύχιο). Κατά τους σχολιαστές, η λ. είναι θεσσαλική και σημαίνει γενικά «τρόφιμα». Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τ. όπως λατ. acus, -eriς «άγανο, άχυρο», γοτθ. ahs, αρχ. γερμ. ahir «στάχυ» και πιθ. με το ελλ. ἄχνη. Η λ. μπορεί να αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. θηλ. επιθέτου, με αρχ. σημ. «αυτή που έχει άγανα, αγανωτή, γενειωτή» (πρβλ. λατ. Venest «ονομασία φυτού» < venestus, -a, -um «ευειδής, όμορφος») ή, κατ’ άλλους, ανάγεται στη ΙΕ ρίζα ακ- «οξύς, μυτερός, κοφτερός», οπότε συγγενεύει με λ. όπως ἀκμή, ἄκρος, ἄκων κ.λπ. Με τη λ. ἀκοσμὴ συνδέονται τα ρ. ἀκοστῶ και ο τ. ἀκόστιλα «ελάχιστα» του Ησυχίου.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκοστῶ. Βλ. και λήμμα ακ-].
Greek Monotonic
ἀκοστή: ἡ, κριθάρι. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀκοστή: ἡ ячмень.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: barley (Nic. Al. 106).
Other forms: ἀγοσταί, -έω gramm. as AB 213.
Derivatives: Denomin. verb, ptc. ἀκοστήσας (ἵππος) Ζ 506, Ο 263 be well fed.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Hesychius calls the word Cyprian; Schol. on Ζ 506 Thessalian as name for food in general; cf. Bechtel Dial. 1, 204. Unclear ἀκόστιλα ἐλάχιστα H. κοσταί = ἀκοστή H. may have lost its vowel, Kuiper 1956 [FS Kretschmer], 221. - Connected with Lat. acus -eris n. Granne, Spreu, Goth. ahs, OHG ahir n. etc. ear (of corn). Frisk: "Der Bildung nach wäre ἀκοσ-τή als substantiviertes Femininum ("die Grannige") mit lat. onus-tus, venus-tus (locus-ta?) zu vergleichen, was natürlich möglich ist" shows the weakness of this explanation; s. Schwyzer 503; but one wouls expect e-grade *akes-. Szemerényi Gnomon 43, 1961, 652 proposes *ako(n)stā < *akont-tā. The form in -στ- (cf. ἄκαστος) rather points to foreign origin, as would the forms with -γ-, and κοσταί, if these are old.
See also: Cf. also ἄχνη.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
ἀκοστή: {akostḗ}
Meaning: Gerste (Nik. Al. 106).
Etymology : Nach H. kyprisch; nach Schol. Ζ 506 thessalisch als Benennung aller Lebensmittel, vgl. Bechtel Dial. 1, 204. Denominatives Verb im Ptz. ἀκοστήσας (ἵππος) Ζ 506, Ο 263. Außerdem ἀκόστιλα· ἐλάχιστα H. Mit Schwund des anl. Vokals κοσταί = ἀκοστή H. — Seit Prellwitz und Hoffmann Dial. 1, 278 als Ableitung des in lat. acus -eris n. Granne, Spreu vorliegenden s-Stammes betrachtet, der auch von den germanischen Wörtern got. ahs, ahd. ahir n. usw. Ähre vorausgesetzt wird. Etwas abseits liegen lit. akstìs hölzerner Bratspieß, russ. ostь Spitze, Granne. Der Bildung nach wäre ἀκοστή als substantiviertes Femininum ("die Grannige") mit lat. onus-tus, venus-tus (locus-ta?) zu vergleichen, was natürlich möglich ist, ebenso wie Anschluß an die große Gruppe der Bildungen von ἀκ- in ἄκαινα, ἀκμή usw. in Betracht kommen kann. S. auch ἄχνη.
Page 1,56-57