παραστείχω

From LSJ
Revision as of 16:18, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστείχω Medium diacritics: παραστείχω Low diacritics: παραστείχω Capitals: ΠΑΡΑΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: parasteíchō Transliteration B: parasteichō Transliteration C: parasteicho Beta Code: parastei/xw

English (LSJ)

aor. παρέστῐχον,

   A go past, pass by, c. acc. loci, h.Ap. 217 ; δόμους π. (prob. for δόμοις) A.Ch.568 : abs., pass by, S.OT808 (sed leg. ὄχους), AP9.679, Sammelb. 4312.9 (Ptolemaic), Ath.Mitt. 17.272 (ii A. D.).    2 transgress, ἤν τι τούτων ὧν λέγω -στείξῃς Herod.5.50.    II pass into, enter, δόμους S.Ant.1255.

German (Pape)

[Seite 500] (στείχω), daneben vorbei, vorübergehen, δόμοις Aesch. Ch. 561, sp. D., wie Ep. ad. 366 (IX, 679); – hineingehen, δόμους, Soph. Ant. 1255, auch c. gen., ὥς μ' ὁρᾷ ὄχου παραστείχοντα, O. R. 808; νάματα Δίρκης, Nonn. D. 46, 142.

Greek (Liddell-Scott)

παραστείχω: ἀόρ. παρέστῐχον, στείχω, περνῶ πλησίον, μετ’ αἰτιατ. τόπου, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 217· δόμους π. (κοινῶς δόμοις) Αἰσχύλου Χο. 568· ἀπολ., περῶ πλησίον, ὅχου παραστείχοντα τηρήσας Σοφ. Ο. Τ. 808 (ἔνθα τὸ ὄχου σημαίνει ἐκ τοῦ ἄρματος· ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ὄχους ἢ ὄχον), Ἀνθ. Π. 9. 679· ἐπὶ χρόνου, Νόνν. Δ. 46. 142. ΙΙ. εἰσέρχομαι, δόμους Σοφ. Ἀντ. 1255.

French (Bailly abrégé)

ao.2 παρέστιχον;
1 passer auprès de, le long de, devant, acc.;
2 entrer dans, pénétrer dans, acc.;
3 s’approcher de, gén..
Étymologie: παρά, στείχω.

Greek Monolingual

Α
1. περνώ κοντά, διαβαίνω πλησίον («δόμους παραστείχοντα», Αισχύλ.)
2. παραβαίνω («ἤν τι τούτων ὧν λέγω παραστείξης», Ηρώνδ.
3. εισέρχομαι («δόμους παραστείχοντες», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + στείχω «περπατώ, βαδίζω»].

Greek Monotonic

παραστείχω: αόρ. βʹ παρέστῐχον,
I. πηγαίνω ή περνώ δίπλα από, με αιτ. τόπου, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.· απόλ., σε Σοφ.
II. εισέρχομαι, μπαίνω, δόμους, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παραστείχω: (aor. 2 παρέστιχον)
1) проходить мимо (δόμους Aesch.);
2) входить (δόμους Soph.);
3) приближаться (ὄχου Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-στείχω, met acc. voorbijgaan. binnengaan.

Middle Liddell

aor2 παρέστῐχον
I. to go past, pass by, c. acc. loci, Hhymn., Aesch.: absol., Soph.
II. to pass into, enter, δόμους Soph.