καταφυγή

From LSJ
Revision as of 17:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφῠγή Medium diacritics: καταφυγή Low diacritics: καταφυγή Capitals: ΚΑΤΑΦΥΓΗ
Transliteration A: kataphygḗ Transliteration B: kataphygē Transliteration C: katafygi Beta Code: katafugh/

English (LSJ)

ἡ,

   A place of refuge, Hdt.7.46; ἔχει γὰρ καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμούς E.Supp.267; κ. σωτηρίας a safe retreat, Id.Or.724; μηδεμίαν ἔχειν κ. Isoc.14.55; μόνην οἴονται κ. εἶναι τοὺς φίλους Arist.EN1155a12; κύριος κ. μου LXX Ex.17.15; ἐπί τινα κ. πεποιῆσθαι Sammelb.4638.29 (ii B.C.), etc.    2 c. gen. obj., κ. κακῶν refuge from... E.Or.448 (pl.); τῶν ἀκουσίων ἁμαρτημάτων κ. εἶναι τοὺς βωμούς Th.4.98; κ. ποιεῖσθαι εἰς τέκνα E.Or.567 (pl.), cf. Antipho 1.4; ηὕρισκον κ. αὑτοῖς εἰς θεούς Pl.Lg.699b, etc.; ἡ εἰς τοὺς νόμους κ. Hyp.Eux.10; ἐμοὶ πόλις ἐστὶ καὶ κ. καὶ νόμος ὁ δεσπότης Men. 581.    II way of escape, excuse, μεγάλων ἀδικημάτων D.46.9, cf. 54.21 (pl.).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action de se réfugier, refuge;
2 lieu de refuge.
Étymologie: καταφεύγω.

Spanish

refugio

Greek Monolingual

ἡ (AM καταφυγή) καταφεύγω
1. το να καταφεύγει κάποιος κάπου ή σε κάποιον για ασφάλεια ή αναζήτηση προστασίας
2. έκκληση, επίκληση
3. ο τόπος ή το πρόσωπο όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια ή σωτηρία, καταφύγιο

Greek Monotonic

καταφυγή: ἡ,
I. καταφύγιο, άσυλο, μέρος καταφυγής, σε Ηρόδ., Ευρ.· με γεν., κ. κακῶν, καταφύγιο από τις συμφορές, σε Ευρ., Θουκ.
II. τρόπος διαφυγής, αποχώρηση, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφυγή -ῆς, ἡ [καταφεύγω] toevluchtsoord, toevlucht:. κ. ἁμαρτημάτων voor misdrijven Thuc. 4.98.6; κ. κακῶν toevlucht uit de misère Eur. Or. 448.

Russian (Dvoretsky)

καταφῠγή:
1) убежище, прибежище (ἔχει καταφυγὴν θὴρ μὲν πέτραν, δοῦλος δὲ βωμούς Eur.; κ. τὸ χωρίον ἐλάφοις Arst.): κ. σωτηρίας Eur. надежное убежище; κ. κακῶν Eur. спасение от бедствий; καταφυγὴν ἔχειν или ποιεῖσθαι εἴς τινα Eur. искать убежища у кого-л.;
2) уловка, увертка Dem.

Middle Liddell

καταφῠγή, ἡ,
I. a refuge, place of refuge, Hdt., Eur.: c. gen., κ. κακῶν refuge from evils, Eur., Thuc.
II. a way of escape, excuse, Dem.