λιμναῖος

From LSJ
Revision as of 14:09, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμναῖος Medium diacritics: λιμναῖος Low diacritics: λιμναίος Capitals: ΛΙΜΝΑΙΟΣ
Transliteration A: limnaîos Transliteration B: limnaios Transliteration C: limnaios Beta Code: limnai=os

English (LSJ)

α, ον, (λίμνη)

   A of the marsh or from the marsh, ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους = both land-fowl and water-fowl, Hdt.7.119, cf. Ar.Av.272; of the crocodile, ἐὸν… τετράπουν, χερσαῖον καὶ λ. ἐστι Hdt.2.68; λιμναῖα κρηνῶν τέκνα, of frogs, Ar.Ra.211; of the beaver, Nic. Al.307; of an eel, Diph.Siph. ap. Ath.8.355d (vulg. λιμνία) λιμναῖον φυτόν = water-plant, Plu.2.399f.    2 of water, stagnant, Hp.Aër.7.    3 of marshes or for marshes, λιμναῖον πλοῖον, λιμναῖον σκάφος, PLond.2.317.9 (ii A.D.), Hld.1.31; λ. ἄνεμοι Hsch.    II (Λίμναι) of Limnae or from Limnae, epith. of Dionysus, from his temple there, Call.Fr.37 P.: but Λιμναῖον, τό, a temple of Artemis at Limnae, on the borders of Laconia and Messenia, Str.8.4.9, cf. Paus.3.2.6: hence she was called Λιμνᾶτις v. λιμνήτης; also Λιμναία, epith. of Artemis at Sicyon and elsewhere, Id.2.7.6, etc.

German (Pape)

[Seite 48] im See, Sumpf lebend, wachsend; ὄρνιθες λιμναῖοι, Wasservögel, im Ggstz der χερσαῖοι, Her. 7, 119; bei Ar. Ran. 211 heißen die Frösche λιμναῖα κρηνῶν τέκνα; κάστωρ, Nic. Al. 307, φρύνη, 589. Auch φυτόν, Sumpfpflanze, Plut. de Pvth. or. 12.

Greek (Liddell-Scott)

λιμναῖος: -α, -ον, (λίμνη) ἀνήκων εἰς λίμνην ἢ ἐκ λίμνης, ὄρνιθας χερσαίους τε καὶ λ. Ἡρόδ. 7. 119, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 272· ἐπὶ τοῦ κροκοδείλου, ἐόν... τετράπουν, χερσαῖον καὶ λ. ἐστι Ἡρόδ. 2. 68· λ. κρηνῶν τέκνα, ἐπὶ τῶν βατράχων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 211· ἐπὶ τοῦ κάστορος, Νικ. Ἀλ. 307· ἐπὶ τοῦ ἐγχέλεως, Δίφ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 355D (κοινῶς: λίμνια)· οὕτω. λ. φυτόν, ἔνυδρον φυτόν, Πλούτ. 2. 399F. 2) ἐπὶ ὕδατος, στάσιμον, λιμνάζον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. 3) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λίμνην, λ. σκάφος Ἡλιόδ. 1. 31· λιμναῖοι ἄνεμοι, οἱ ἀπὸ τῶν λιμνῶν πνέοντες, Ἡσύχ. ΙΙ. (Λίμναι) ἐκ τῶν Λιμνῶν, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου ἐκ τοῦ ἐκεῖ ναοῦ αὐτοῦ, Καλλ. Ἀποσπ. 280· - ἀλλὰ Λιμναῖον, τό, ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος ἐν Λίμναις, κατὰ τὰ μεθόρια Λακωνικῆς καὶ Μεσσηνίας, Στράβ. 362, 364, πρβλ. 3. 2, 6· ἐξ οὗ ἐκαλεῖτο Λιμνᾶτις, ὁ αὐτ. 4. 4, 2., 4. 31, 3, κτλ.· ὑπῆρχεν ὡσαύτως Ἄρτεμις Λιμναία ἐν Σικυῶνι, ὁ αὐτ. 2. 7, 6· καὶ ἀλλαχοῦ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui vit dans les étangs ou les marais.
Étymologie: λίμνη.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λιμναῑος, -αία, -ον, ποιητ. θηλ. λιμνάς, -άδος) λίμνη
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται, υπάρχει ή ζει σε λίμνη (α. «λιμναία φυτά» β. «λιμναίος πολιτισμός» γ. «ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους»
Ηρόδ.)
2. (για νερό) αυτό που λιμνάζει, στάσιμο
3. (για σκάφος) προορισμένο για λίμνη («οὐ γὰρ πλείονας οἷά τε φέρειν τὰ λιμναῑα σκάφη», Ηλιόδ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοποθεσία τών Αθηνών Λίμνες, κοντά στην Ακρόπολη, ή προέρχεται από αυτήν
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λιμναῑος
προσωνυμία του Διονύσου, από τον ναό του που βρισκόταν στην περιοχή Λίμνες
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμναία
προσωνυμία της Αρτέμιδος και της Δήμητρος
4. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Λιμναῑον
ο ναός της Αρτέμιδος που βρισκόταν στα σύνορα της Λακωνικής και της Μεσσηνίας
5. φρ. «λιμναῑα κρηνών τέκνα» — οι βάτραχοι.

Greek Monotonic

λιμναῖος: -α, -ον (λίμνη), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από λίμνη ή έλος, ὄρνιθας χερσαίους τε καὶ λιμναίους, πουλιά που ζουν μαζί στο νερό και στην ξηρά, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λιμναῖος: болотный (ὄρνιθες Her.; φυτον Plut.).

Middle Liddell

λιμναῖος, η, ον λίμνη
of or from the marsh or mere, ὄρνιθας χερσαίους τε καὶ λ. both land-fowl and water fowl, Hdt., Ar.

English (Woodhouse)

of a lake, of a marsh, of the fen

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)