κόλλιξ
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
ῑκος, ὁ,
A roll or loaf of coarse bread, Hippon.35.6, Nicopho 15; κ. Θεσσαλικός Archestr.Fr.4.12. II Medic., = τροχίσκος, rubbed up and taken in wine, Hp.Int.23, cf. Gal.19.103; = κολλύριον 1.1, Hp.Epid.2.6.29.
German (Pape)
[Seite 1473] ικος, ὁ, ein länglich rundes, grobes Brot; κρίθινος Hipponax bei Ath. VII, 304 b; vgl. Ephipp. ib. III, 112 a; nach Galen. auch kleine, runde Kuchen. – Bei Ar. Ran. 575 steht κόλικας mit kurzem ι.
Greek (Liddell-Scott)
κόλλιξ: -ῑκος, ὁ, πλακούντιον ἢ ἄρτος ἐκ χονδροῦ ἀλεύρου, Ἱππῶν. 20, Ἔφιππ. ἐν «Ἀρτέμιδι» 1, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 112Α· ― μεταγεν. ὑποκορ. κολλίκιον, τό, Γρηγ. Κορ. 549. ῑ ἐν τῇ γεν., ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 576, ἤδη διορθοῦται χόλῐκας.
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ) :
1 pain d’orge grossier de forme ronde;
2 pastille.
Étymologie: κόλλα.
Greek Monolingual
κόλλιξ, -ικος, ὁ (Α)
1. είδος πίτας στρογγυλού σχήματος από αλεύρι χοντροαλεσμένο («σῦκα μέτρια τρώγων καὶ κρίθινον κόλλικα», Ιππων.)
2. χάπι, καταπότιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε πιθ. η ρωσ., προβλ. kulič «πασχαλινό γλύκισμα»].
Greek Monotonic
κόλλιξ: -ῑκος, ὁ, πλακούντας ή άρτος από χονδρό αλεύρι.
Russian (Dvoretsky)
κόλλιξ: ῑκος ὁ булка из ячменной муки грубого помола, ячменный хлебец (см. κολλικοφάγος).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόλλιξ -ικος, ἡ, geneesk. schijfje, pil.
Frisk Etymological English
-ικος
Grammatical information: m.
Meaning: round coarse bread (Hippon., com.), tablet (medic.).
Compounds: κολλικο-φάγος (Ar.)
Derivatives: κολλίκιος ἄρτος (Ath.), κολλίκιον (Greg. Cor.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the formation Schwyzer 497, Chantraine Formation 382. The word, in -ικ-, is no doubt Pre-Greek. (From MGr. κολλίκι(ον) Russ. kulíc Easter-cake; s. Vasmer Russ. et. Wb. s. v.). Cf. κόλλα.
Middle Liddell
a roll or loaf of coarse bread.
Frisk Etymology German
κόλλιξ: -ικος
{kólliks}
Grammar: m.
Meaning: rundes grobes Brot (Hippon., Kom.), Tablette (Mediz.);
Composita : κολλικοφάγος (Ar.).
Derivative: Davon κολλίκιος ἄρτος (Ath.), κολλίκιον (Greg. Kor.).
Etymology : Wie bei κόλλαβος (s. d.) müssen wir aus Unkenntnis der Tatsachen auf eine Erklärung verzichten; zur Bildung Schwyzer 497, Chantraine Formation 382. — Aus mgr. κολλίκι(ον) russ. kulíc ‘Osterkuchen (aus Weizenmehl)’; vgl. Vasmer Russ. et. Wb. s. v.
Page 1,899