σιτοφύλακες

From LSJ
Revision as of 19:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοφῠλᾰκες Medium diacritics: σιτοφύλακες Low diacritics: σιτοφύλακες Capitals: ΣΙΤΟΦΥΛΑΚΕΣ
Transliteration A: sitophýlakes Transliteration B: sitophylakes Transliteration C: sitofylakes Beta Code: sitofu/lakes

English (LSJ)

οἱ,

   A corn-inspectors, Athenian officers who registered imports of corn, and superintended the sale of corn, flour, and bread, Lys.22.16, D.20.32, Arist.Ath.51.3.    II similar officers at Tauromenium, IG14.423 i 25, al. (in metaplast. dat. σιτοφυλάκοις).

German (Pape)

[Seite 886] obrigkeitliche Personen in Athen, anfangs drei, dann zehn in der Stadt u. fünf im Peiräeus, die das eingeführte Getreide aufzeichneten und die Aufsicht über Korn, Mehl, Brot hatten, daß es uach gesetzlichem Maaß und Gewicht verkauft werde, Böckh Staatshaush. I p. 70; Lys. 22, 16, Dem. 20, 32, Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοφύλᾰκες: οἱ, Ἀθηναῖοι ὑπάλληλοι κατ’ ἀρχὰς τρεῖς, ἀλλὰ μετὰ ταῦτα πέντε κατὰ τὸ ἄστυ καὶ πέντε ἐν Πειραιεῖ, καταγράφοντες πᾶσαν εἰσαγωγὴν σίτου καὶ ἐπιβλέποντες τὴν πώλησιν τοῦ σίτου, ἀλεύρου καὶ ἄρτου, ὥστε νὰ γίνηται αὕτη κατὰ τὰ νόμιμα μέτρα, Λυσ. 165. 35, Δημ. 467. 5, Ἀριστ. Ἀποσπ. 411, ἴδε 396˙ πρβλ. Böckh P. E. 1, σ. 113. ΙΙ. ὅμοιοι ὑπάλληλοι ἐν Ταυρομενίῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 5640 Ι. 28, ΙΙ, 26, κ. ἀλλ. (ἔνθα γίνεται χρῆσις τῆς κατὰ μεταπλασμ. δοτ. σιτοφυλάκοις), ἴδε Franz σ. 643.

French (Bailly abrégé)

άκων (οἱ) :
« gardiens du blé », magistrats athéniens et siciliens chargés de surveiller la vente du blé, d’inspecter les marchés de blé.
Étymologie: σῖτος, φύλαξ.

Greek Monotonic

σῑτοφύλᾰκες: οἱ, επιθεωρητές των δημητριακών, Αθηναίοι αξιωματούχοι, αρχικά τρεις στον αριθμό, αργότερα όμως δέκα στο Άστυ και πέντε στον Πειραιά, που κατέγραφαν τις εισαγωγές των σιτηρών και επέβλεπαν τα σταθμά των σιτηρών ώστε η πώλησή τους να γίνεται με τα νόμιμα μέτρα ζύγισης, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοφύλᾰκες: (ῠ) οἱ ситофилаки (инспекторы по хлебной торговле; их было сначала 3, а впосл. 10 в Афинах и 5 в Пирее) Lys., Dem., Arst.

Middle Liddell


corn-inspectors, Athenian officers, originally three in number, but afterwards ten in the City and five in Peiraeeus, who registered imports of corn, and saw that the corn-measures were right, Dem.