πάππας

From LSJ
Revision as of 11:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάππας Medium diacritics: πάππας Low diacritics: πάππας Capitals: ΠΑΠΠΑΣ
Transliteration A: páppas Transliteration B: pappas Transliteration C: pappas Beta Code: pa/ppas

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A papa, child's word for father; mostly in voc., πάππᾰ φίλε Od.6.57; χαῖρε π. φίλτατε Philem.42: in acc., πάππαν καλεῖν Ar.Pax120, Ec.645:—nom. πάπας, Corn.ND25, PGiss.80.3 (ii A. D.); acc. πάπαν BMus.Inscr.918 (Halic.); dat. πάπᾳ Epicur. Herc.176p.49V. (Syracusan, acc. to Eust.565.17, but πᾶς (which should prob. be πᾶ, for Eust. adds ὥσπερ καὶ μᾶ μήτηρ) is Syrac. acc. to EM651.7).

German (Pape)

[Seite 466] ὁ, Papa, dem ersten Lallen der Kinber nachgebildet; im vocat., πάππα φίλε, Od. 6, 57, wie χαῖρε, πάππα φίλτατε Philem. bei Ath. VIII, 340 e; accus., πάππαν με καλοῦσι, Ar. Pax 120, wie Eccl. 645. Vgl. ἄππα, ἄπφα, ἄττα u. μάμμα.

Greek (Liddell-Scott)

πάππας: -ου, ὁ, λέξις τῶν παιδιων = πατήρ, (ὡς τὸ μάμμα ἀντὶ μήτηρ)· τὸ πλεῖστον ἐν κλητ. πάππα φίλε Ὀδ. Ζ. 57· χαῖρε πάππα φίλτατε Φιλήμ. ἐν «Μετιόντι» 2, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 4. 59· κατ’ αἰτ., πάππαν καλεῖν, ὡς τὸ παππάζειν Ἀριστοφ. Εἰρ. 120, Ἐκκλ. 645· - ὑπάρχει καὶ ὀνομ. πάπας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2664· γεν. πάπα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 7. 7· δοτ. πάπᾳ, Ἐπικούρου Ἀποσπ. 176 Usener: ὡσαύτως παπᾶς, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. σ. 143· καὶ πᾶς, Εὐστ. 565. 17, Ἐτυμ. Μέγ., κτλ.· ὅπερ πιθανῶς ἔπρεπε νὰ εἶναι πᾶ, διότι ὁ Εὐστ. προσθέτει: ὥσπερ καὶ μᾶ μήτηρ· καὶ ὁ Festus Pa pro patre. Πρβλ. ἄππα, ἀπφά, ἀπφύς, ἄττα, τέττα. 2) Πάππας ἢ Πάπας, τιμητικὴ προσωνυμία ἀπονεμομένη τοῖς ἀρχιεπισκόποις καθόλου, ἰδίως δὲ τῷ τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τῷ τῆς Ρώμης, Ὠριγέν. Ι, 85D, ΙΙ, 995C, Γρηγ. Θεολ. 1020Α, Διον. Ἀλεξ. παρ. Εὐσ. ΙΙ, 648C, Ἄρειος παρ’ Ἐπιφαν. ΙΙ, 213Α, Ἀθαν. Ι, 353Β, 369Α, ΙΙ, 708D, Βασίλ. IV, 540Β, 541Α, 952, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) ; voc. α, dat. ᾳ, acc. αν;
papa mot d’enfant.
Étymologie: DELG terme de nursery.

English (Autenrieth)

voc. πάππα: papa, father, Od. 6.57†.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
βλ. παπάς.

Greek Monotonic

πάππας: -ου, ὁ, μπαμπάκας, πατερούλης, παιδική λέξη αντί πατήρ, πατέρας (όπως μάμμα για τη μήτηρ), στην κλητ.· πάππᾰ, φίλε, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ., πάππαν καλεῖν, όπως παππάζειν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πάππας: ου ὁ (voc. πάππᾰ) (на языке детей) папа, батюшка Hom., Her., Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάππας -ου en πάππᾱ, ὁ, acc. -αν, vocat. πάππα, papa.