παρανίσσομαι
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
aor. 1 παρενῑσάμην,
A = παρανέομαι, pass beside, near, or beyond, c. acc., h.Ap.430, A.R.2.1030.
German (Pape)
[Seite 491] = παρανέομαι; c. accus., H. h. Ap. 430; Ap. Rh. 2, 1031.
Greek (Liddell-Scott)
παρανίσσομαι: ἀποθ., = παρανέομαι, διαβαίνω πλησίον ἢ παρέρχομαι, μετ’ αἰτ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 430.
French (Bailly abrégé)
passer le long de, longer, dépasser, acc..
Étymologie: παρά, νίσσομαι.
Greek Monolingual
Α
διέρχομαι δίπλα από έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νίσσομαι «έρχομαι, πορεύομαι»].
Greek Monotonic
παρανίσσομαι: αποθ., προσπερνώ, με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
παρανίσσομαι: проходить мимо, объезжать (Πελοπόννησον πᾶσαν HH).
Middle Liddell
Dep. to go past, c. acc., Hhymn.