ἐμμεμαώς

From LSJ
Revision as of 15:51, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμεμᾰώς Medium diacritics: ἐμμεμαώς Low diacritics: εμμεμαώς Capitals: ΕΜΜΕΜΑΩΣ
Transliteration A: emmemaṓs Transliteration B: emmemaōs Transliteration C: emmemaos Beta Code: e)mmemaw/s

English (LSJ)

υῖα, ός,

   A in eager haste, eager, of persons, Il.5.142,al., Plu.2.619e, etc.; of things, ἠχή (or πέτρη) Hes.Sc.439: later c. dat., ἐμμεμαὼς Βέβρυξι A.R.2.121. (Cf. Μάω, μέμονα.)

German (Pape)

[Seite 808] (s. μέμαα), nur als partic., anstrebend, anstürmend, heftig, dem γλυκύθυμος u. ἀγανόφρων entgeggstzt, Il. 20, 467; vom Löwen, 5, 142; sp. D., ἐμμεμαὼς Βέβρυξιν Ap. Rh. 2, 121; von leblosen Dingen, ἠχή Hes. Sc. 439.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμεμαώς: -υῖα, -ός, προθυμούμενος, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Ε. 142· ἐπὶ ἀνθρώπου, θρασύς, ἰταμός, Υ 467, κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, ὁρμητικός, ἡ δέ τε (ἡ πέτρη) ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα Ἡσ. Ἀσπ. 439· καὶ μεταγεν. μετὰ δοτ., ἐμμεμαὼς βέβρυξι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 121· πρβλ. *μάω, μέμονα.

French (Bailly abrégé)

αυῖα, αός;
ardent, impétueux, furieux.
Étymologie: ἐν, μέμαα.

English (Autenrieth)

υῖα, du. -ῶτε, pl. -ῶτες (μέμαα): eager, vehement.

Spanish (DGE)

-υῖα, -ός
enardecido, ansioso, furioso de pers. y asim. ἐς δίφρον ἔβαινε ... ἐμμεμαυῖα θεά Il.5.838, cf. 13.785, 20.284, Epic.Alex.Adesp.1.5, Q.S.2.292, Orph.L.85, c. dat. ἐ. Βέβρυξιν A.R.2.121, de anim. ὁ (λέων) ἐ. βαθέης ἐξάλλεται αὔλης Il.5.142, fig. de inanimados ἣ (πέτρη) δέ τε ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα la piedra (desprendida del monte) avanza furiosa con estrépito Hes.Sc.439, cf. Il.24.81 (var.).

Greek Monolingual

ἐμμεμαώς, -υῑα, -ός (Α)
1. σφοδρός, ορμητικός
2. (για πρόσ.) θρασύς, ιταμός.

Greek Monotonic

ἐμμεμαώς: -υῖα, -ός (ἐν, *μάω), σε βιασύνη, ένθερμος, ανυπόμονος, φλογερός, παθιασμένος, βιαστικός, φουριόζος, λέγεται για πρόσωπα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμμεμαώς: αυῖα, αός неистовый, стремительный (λέων Hom.; πέτρη ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα Hes.).

Middle Liddell

[ἐν, *μάω]
in eager haste, eager, of persons, Il.