δυσδάκρυτος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον, A sorely wept, A.Ag.442 (lyr.). II. Act., sorely weeping, AP12.80 (Mel.); δάκρυα δ. tears of anguish, ib.7.476 (Id.).
German (Pape)
[Seite 677] 1) sehr zu beweinen; βαρὺ ψῆγμα Aesch. Ag. 430. – 2) sehr weinend; ψυχή Mel. 55 (XII, 80); δάκρυα 109 (VII, 476).
Greek (Liddell-Scott)
δυσδάκρῡτος: -ον, πολυδάκρυτος, δι’ ὃν πολὺ ἔκλαυσεν ἢ κλαίει τις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 442. ΙΙ. ἐνεργ., πολὺ κλαίων, Ἀνθ. Π. 12. 80· δάκρυα δ., δάκρυα ἀγωνίας, αὐτόθι 7. 476.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait pleurer amèrement.
Étymologie: δυσ-, δακρύω.
Spanish (DGE)
(δυσδάκρῡτος) -ον
1 que es objeto de amargo llanto ψῆγμα A.A.442.
2 que llora amargamente ψυχή AP 12.80 (Mel.), δάκρυα δυσδάκρυτα lágrimas de angustia, AP 7.476 (Mel.).
Greek Monolingual
δυσδάκρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που αξίζει πολλά δάκρυα
2. αυτός που κλαίει πολύ
3. φρ. «δάκρυα δυσδάκρυτα» — δάκρυα αγωνίας.
Greek Monotonic
δυσδάκρῡτος: -ον, I. πολυδάκρυτος, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ., αυτός που κλαίει πολύ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυσδάκρῡτος:
1) горько оплакиваемый (ψῆγμα ἀντήνορος σποδοῦ Aesch.);
2) горько плачущий, тяжко удрученный (ψυχή Anth.);
3) (о слезах) горький, горестный (δάκρυα Anth.).
Middle Liddell
δυσ-δάκρῡτος, ον
I. sorely wept, Aesch.
II. act. sorely weeping, Anth.