δωδεκαετής

From LSJ
Revision as of 19:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκᾰετής Medium diacritics: δωδεκαετής Low diacritics: δωδεκαετής Capitals: ΔΩΔΕΚΑΕΤΗΣ
Transliteration A: dōdekaetḗs Transliteration B: dōdekaetēs Transliteration C: dodekaetis Beta Code: dwdekaeth/s

English (LSJ)

ές, or δωδεκᾰ-έτης, ες, (ἔτος)    A lasting twelve years, χρόνος J.AJ15.9.6.    II twelve years old, Plu. Comp.Lyc.Num.4, 2.198c.

German (Pape)

[Seite 693] ές, zwölfjährig, Plut. Lyc. et Num. 4, s. δωδεκέτης.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκαετής: -ές, ἢ -έτης, ες, (ἔτος) διαρκῶν δώδεκα ἔτη (;) ΙΙ. δώδεκα ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, Πλούτ. Συγκρ. Λυκούργ. Νουμ. 4., 2. 198C· πρβλ. δεκαετής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de douze ans.
Étymologie: δώδεκα, ἔτος.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): -έτης Lys.11.2, Plu.2.198c; δυοδεκαϝετ- ICr.4.72.12.18 (Gortina V a.C.); δυω- Hippol.Haer.5.26.29

• Morfología: [ac. δυοδεκαετία ICr.l.c.]
1 de doce años de edad de pers. παιδάριον Hippol.l.c., cf. LXX 1Es.5.41
frec. en uso pred. a los doce años de edad ὀπυίεθαι δὲ δυοδεκαϝετία ɛ̄ πρείγονα que se case a la edad de al menos doce años, ICr.l.c., φαίνομαι οὖν δ. ὤν, ὅτε Lys.l.c., γενόμενοι δὲ δωδεκαετεῖς al llegar a la edad de doce años Plu.Lyc.16, cf. 2.198c, τῶν δὲ Ῥωμαίων δωδεκαετεῖς καὶ νεωτέρας ἐκδιδόντων Plu.Comp.Lyc.Num.4.
2 que dura doce años χρόνος I.AI 15.341, ῥύσις Dion.Alex.Ep.Can.2 (p.103). Cf. δωδεκέτης.

Greek Monolingual

-ές (AM δωδεκαετής, -ές και δωδεκαέτης, -ετες, θηλ. δωδεκαέτις)
1. αυτός που διαρκεί δώδεκα χρόνια
2. αυτός που έχει ηλικία δώδεκα ετών.

Greek Monotonic

δωδεκαετής: -ές ή -έτης, -ες (ἔτος), αυτός που είναι δώδεκα χρόνων (ηλικιακά), σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκαετής: Plut. = δωδεκέτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωδεκαετής -ές en δωδεκαέτης [δώδεκα, ἔτος] van twaalf jaar.

Middle Liddell

δωδεκα-ετής, ές ἔτος
2 years old, Plut.