θερμοβαφής

From LSJ
Revision as of 21:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμοβᾰφής Medium diacritics: θερμοβαφής Low diacritics: θερμοβαφής Capitals: ΘΕΡΜΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: thermobaphḗs Transliteration B: thermobaphēs Transliteration C: thermovafis Beta Code: qermobafh/s

English (LSJ)

ές,    A dyed hot, opp. ψυχροβαφής, Thphr.Od.22.

German (Pape)

[Seite 1201] ές, warm eingetaucht oder gefärbt, Ggstz ψυχροβαφής, Theophr. de od. 22.

Greek (Liddell-Scott)

θερμοβᾰφής: -ές, ὁ βαφεὶς θερμός, ἀντίθετον τῷ ψυχροβαφὴς, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 22.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
trempé dans l’eau chaude.
Étymologie: θερμός, βάπτω.

Greek Monolingual

θερμοβαφής, -ές (Α)
αυτός που βάφτηκε ζεστός, που χρωματίστηκε ζεστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο-βαφής, οινο-βαφής, υγρο-βαφής].

Greek Monotonic

θερμοβᾰφής: -ές, αυτός που βάφτηκε με θερμότητα, αντίθ. προς το ψυχροβαφής, σε Θεόφρ.

Middle Liddell

θερμο-βᾰφής, ές
dyed hot, opp. to ψυχροβαφής, Theophr.