μισθαποδοσία

From LSJ
Revision as of 12:38, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαποδοσία Medium diacritics: μισθαποδοσία Low diacritics: μισθαποδοσία Capitals: ΜΙΣΘΑΠΟΔΟΣΙΑ
Transliteration A: misthapodosía Transliteration B: misthapodosia Transliteration C: misthapodosia Beta Code: misqapodosi/a

English (LSJ)

ἡ,    A payment of wages, recompense, Ep.Hebr.2.2, 10.35.

German (Pape)

[Seite 190] ἡ, das Abtragen des schuldigen Lohnes, Soldgeben, Sold, N. T. Vgl. μισθοδοσία.

Greek (Liddell-Scott)

μισθᾰποδοσία: ἡ, ἀπόδοσις μισθοῦ, ἀμοιβή, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. Β΄, 2, Ι΄, 35.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
juste rétribution, salaire.
Étymologie: μισθαποδότης.

English (Strong)

from μισθαποδότης; requital (good or bad): recompence of reward.

English (Thayer)

μισθαποδοσιας, ἡ (μισθός and ἀποδίδωμι; cf. the μισθοδοσία of the Greek writings (Winer s Grammar, 24)), payment of wages due, recompense: of reward, Hebrews 2:2. (Several times in ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

μισθαποδοσία, ἡ (ΑΜ) μισθαποδότης
1. καταβολή μισθού, αμοιβή
2. ανταμοιβή, ανταπόδοση
μσν.
θεϊκή ανταμοιβή στη μέλλουσα ζωή
αρχ.
ποινή, τιμωρία («πᾶσα παράβασις καὶ παρακοή ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν», ΚΔ).

Greek Monotonic

μισθᾰποδοσία: ἡ, καταβολή μισθού, ανταμοιβή, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

μισθαποδοσία: ἡ воздаяние NT.

Middle Liddell

μισθᾰποδοσία, ἡ,
payment of wages, recompense, NTest. [from μισθᾰποδότης]

Chinese

原文音譯:misqapodos⋯a 米士特-阿坡-多西阿
詞類次數:名詞(3)
原文字根:雇用-從-禮物
字義溯源:酬勞,賞賜,報應;源自(μισθαποδότης)=賞賜者);由(μισθόω)=雇佣)與(ἀποδίδωμι)=贈送)組成;其中 (μισθόω)出自(μισθός)*=工資),而 (ἀποδίδωμι)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成。參 (μισθός)讀同源字
出現次數:總共(3);來(3)
譯字彙編
1) 賞賜(2) 來10:35; 來11:26;
2) 報應(1) 來2:2