σημείωσις

From LSJ
Revision as of 22:02, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημείωσις Medium diacritics: σημείωσις Low diacritics: σημείωσις Capitals: ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ
Transliteration A: sēmeíōsis Transliteration B: sēmeiōsis Transliteration C: simeiosis Beta Code: shmei/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A indication, notice, Plu.2.961c.    II inference from a sign, Phld.Sign.2, al.; ὁ καθ' ὁμοιότητα τρόπος τῆς σ. ib.1; ὁ κατ' ἀνασκευὴν τρόπος τῆς σ. ib.31.    2 Medic., remarking, observing of symptoms, Gal.19.394; used by the νεώτεροι for διάγνωσις acc. to Heliod. ap. Orib.45.16.4; later, examination, ἡ διὰ τοῦ πυρῆνος σ. Paul.Aeg.6.77.    III visible sign or token, as a banner, LXX Ps. 59(60).6.

German (Pape)

[Seite 875] ἡ, das Zeichen, Bezeichnen, S. Emp. adv. log. 2, 269; bes. Bemerkung, Anmerkung, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

σημείωσις: -εως, ἡ, τὸ σημειοῦν, σημείωμα, ὡς καὶ νῦν, δήλωσις, Πλούτ. 2. 961C. 2) τὸ σφραγίζειν, ὅθεν, ἐσφραγισμένον ἔγγραφον, διάταγμα, Βυζ. ΙΙ. τὸ παρατηρεῖν τὰ συμπτώματα, Γαλην.· ἴδε Foës. Oec. Hipp. ΙΙΙ. τὸ σημειοῦν ἐν τοῖς περιθωρίοις τὰ παράλληλα χωρία, κτλ., Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 16· ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐν τῷ περιθωρίῳ σημειώσεις, αὐτόθι 5.19. IV. ὁρατὸν σημεῖον, οἷον σημαία, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΝΘ΄, 6).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
désignation, indication.
Étymologie: σημειόω.

Russian (Dvoretsky)

σημείωσις: εως ἡ
1) обозначение, указание (ἐπί τινος Plut.);
2) значение: ἐκτὸς εἶναι πάσης σημειώσεως Sext. не иметь решительно никакого значения.

Greek Monolingual

η / σημείωσις, -ώσεως, ΝΜΑ σημειῶ, σημειώνω
παρατήρηση, σχόλιο στο περιθώριο βιβλίου ή κάτω από το κείμενο
νεοελλ.
σημείωμα, σύντομη καταγραφή γεγονότων ή πληροφοριών
μσν.
σφραγισμένο έγγραφο, διάταγμα
μσν.-αρχ.
1. δήλωση με κάποιο σημείο, γραπτή δήλωση
2. κάθε ορατό σημείο
3. εξέταση
αρχ.
1. συμπέρασμα το οποίο συνάγεται από σημείο
2. παρατήρηση και καταγραφή τών συμπτωμάτων νόσου
3. διάγνωση.