Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σησαμῆ

From LSJ
Revision as of 22:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σησᾰμῆ Medium diacritics: σησαμῆ Low diacritics: σησαμή Capitals: ΣΗΣΑΜΗ
Transliteration A: sēsamē̂ Transliteration B: sēsamē Transliteration C: sisami Beta Code: shsamh=

English (LSJ)

ἡ, contr. from σησαμέα (which occurs in Hdn.Gr.2.425),    A a mixture of sesame-seeds, roasted and pounded with honey, an Athenian delicacy, given to guests at a wedding, Ar.Pax 869, Men.938; in pl., Amphis 9.3; wrongly written σησάμη in Hp.Int.42, etc.

German (Pape)

[Seite 876] ἡ, ein Gemisch von gerösteten u. zerstoßenen Sesamkörnern mit Honig, eine beliebte Leckerspeise in Athen, die dei Hochzeiten den ankommenden Gästen gereicht ward; von σησαμ οῦς unterschieden, Schol. Ar. Pax 834, wo Ar. vrbdt ὁ πλακοῦς πέπεπται, σησαμῆ συμπλάττεται.

Greek (Liddell-Scott)

σησᾰμῆ: ἡ, συνῃρ. ἐκ τοῦ σησαμέα (ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 306), μῖγμα σησάμου πεφρυγμένου καὶ κοπανισμένου μετὰ μέλιτος, εἶδος «χαλβᾶ», Ἀθηναϊκὸν ἥδυσμα προσφερόμενον εἰς τοὺς κεκλημένους εἰς γάμον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 869· ἐν τῷ πληθ., Ἄμφις ἐν «Γυναικ.» 1, Meineke εἰς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 435· ἡμαρτημένως φέρεται σησάμη ἐν Ἱπποκρ. 355. 7, Γαλην. Γλωσσ., κλπ. Πρβλ. σησαμίς, -όεις. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 279.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
gâteau de sésame et de miel.
Étymologie: σησάμη.

Greek Monolingual

-έα, ἡ, Α σήσαμον
γλύκισμα από φρυγανισμένο σουσάμι και μέλι, παστέλι.

Greek Monotonic

σησᾰμῆ: ἡ, πολτός από ψημένο και αλεσμένο σουσάμι, σουσαμόπιτα, παστέλι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σησᾰμῆ: ῆς ἡ сесама (толченое кунжутное семя на меду, употреблявшееся в качестве свадебною угощения у афинян) Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σησαμῆ -ης, ἡ [σήσαμον] koek van sesam en honing.

Middle Liddell

a sesame pudding, Ar.