συμπαραγίγνομαι

From LSJ
Revision as of 23:27, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραγίγνομαι Medium diacritics: συμπαραγίγνομαι Low diacritics: συμπαραγίγνομαι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΓΙΓΝΟΜΑΙ
Transliteration A: symparagígnomai Transliteration B: symparagignomai Transliteration C: symparagignomai Beta Code: sumparagi/gnomai

English (LSJ)

   A to be ready at the same time, of crops ripening, Hdt.4.199.    2 arrive or be present at the same time, PSI5.502.24 (iii B.C.); come together, Ev.Luc.23.48.    3 come together with, of planets, Vett.Val.64.22.    II stand by another, τινι D.59.72, v.l. in 2 Ep.Ti.4.16; come in to assist, Th.2.82, 6.92.

German (Pape)

[Seite 984] (s. γίγνομαι), mit od. zugleich ankommen; von der Erndte, Her. 4, 199; Thuc. 2, 82. 6, 92; Dem. 59, 72, wie adesse, beistehen; u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραγίγνομαι: ἀποθ., εἶμαι συγχρόνως ἕτοιμος, ἐπὶ καρπῶν ὡριμαζόντων, Ἡρόδ. 4. 199. ΙΙ. συμπαραστατῶ, συμπαρευρίσκομαι, τινι Δημ. 1369. 17· ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, Θουκ. 2. 28., 6. 92.

French (Bailly abrégé)

1 se présenter ou apparaître en même temps;
2 se tenir auprès de, τινι ; assister, τινι.
Étymologie: σύν, παραγίγνομαι.

Greek Monolingual

και συμπαραγίνομαι, Α
(αποθ.)
1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλοὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῑος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.)
2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον
3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω κάποιον
4. φθάνω σε έναν τόπο μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή κάποιους άλλους
5. παρουσιάζομαι συγχρόνως με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραγίγνομαι «παρουσιάζομαι, παρευρίσκομαι, ωριμάζω»].

Greek Monotonic

συμπαραγίγνομαι: μέλ. -γενήσομαι, αποθ., γίνομαι έτοιμος συγχρόνως, λέγεται για καρπούς που ωριμάζουν, σε Ηρόδ.
II. στέκομαι στο πλευρό κάποιου, έρχομαι να τον βοηθήσω, συμπαρίσταμαι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαραγίγνομαι: ион. συμπαραγίνομαι
1) одновременно появляться, подоспевать, приходить (ἐπὶ τὴν θεωρίαν NT): ὥστε καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῖος συμπαραγίνεται Her. когда съеден первый урожай, поспевает последний (т. е. новый); βραχεῖ μορίῳ ξυμπαραγενόμενοι Thuc. подоспев (на помощь) с небольшим отрядом;
2) помогать (τινι Dem., NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παραγίγνομαι, Att. ξυμπαραγίγνομαι tegelijkertijd arriveren, tegelijkertijd verschijnen. Hdt. 4.199.2. samen (ergens naartoe) gaan, samenkomen:. οἱ συμπαραγενόμενοι ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν ταύτην de mensen die voor het schouwspel samengekomen waren NT Luc. 23.48. te hulp komen; met dat. bijstaan, helpen.

Middle Liddell

fut. -γενήσομαι
Dep.
I. to be ready at the same time, of fruit ripening, Hdt.
II. to stand by another, to come in to assist, Thuc.