φοῦρνος
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ὁ, = Lat. A furnus, Ath.3.113c, Erot. s.v. ἰπνός.
German (Pape)
[Seite 1301] ὁ, der Ofen, das lat. furnus, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φοῦρνος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. furnus, Ἀθήν. 113C, Ἐρωτιαν. ἐν λέξ. ἰπνός.
Greek Monolingual
ο, Ν. ζωολ. κοινή ονομασία είδους βατράχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του φρύνος, με τροπή του -ν- σε -ον- (πρβλ. και φροῦνος), μετάθεση του -ρ- (πρβλ. και φούρνα) και καταβιβασμό του τόνου].
Greek Monolingual
ο / φοῡρνος, ΝΜΑ
θολωτή κτιστή κατασκευή για το ψήσιμο ψωμιού και φαγητών
νεοελλ.
1. φουρνάρικο, αρτοποιείο
2. το ειδικό μέρος της συσκευής κουζίνας ή χωριστή συσκευή που χρησιμεύει για ψήσιμο
4. εστία ατμολέβητα
5. τεχνολ. κοινή ονομασία του κλιβάνου και, σε ορισμένες περιπτώσεις, της καμίνου
6. φρ. α) «όποιος δεν είδε κάστρο, βλέπει φούρνο και ξιπάζεται» ή «που δεν είδε το παλάτι, είδε φούρνο και θαυμάστη» — όποιος έχει ζήσει σε απομονωμένη περιοχή εκφράζει άκαιρη απορία ή θαυμασμό για μικροπράγματα
β) «φούρνος μην καπνίσει» — δηλώνει πλήρη αδιαφορία για σημαντικά θέματα
γ) «κάποιος φούρνος έπεσε [ή γκρέμισε ή χάλασε ή γκρεμίστηκε]»
ειρων. συνέβη κάτι απροσδόκητο
δ) «σαν τον φούρνο του Ναστραντίν Χότζα»
i) λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δίνονται αλληλοσυγκρουόμενες γνώμες ή συμβουλές
ii) χαρακτηρισμός ατόμου με ευμετάβολο και ασταθή χαρακτήρα
ε) «φούρνος μικροκυμάτων» — ηλεκτρονικός φούρνος οικιακής χρήσης που λειτουργεί με υψηλής συχνότητας ηλεκτρομαγνητικά κύματα, τα λεγόμενα μικροκύματα, γεγονός που μειώνει κατά πολύ τον απαιτούμενο χρόνο παρασκευής τών φαγητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. furnus].