ἀρσενικόν
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
τό, A yellow orpiment, Arist.Pr.966b28, Thphr.Lap.40 (ἀρρεν-), Dsc.5.104, Str.15.2.14, Lyc. ap. Orib.8.25.15:—also ἀρρενική, ἡ, Gall.12.212. (Cf. Hebr. zarnī΄q.)
German (Pape)
[Seite 361] τό, Arsenik, Galen.; auch ἀρσενίκιον, Arist. plant. 2, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρσενικόν: τό, κίτρινον θειοῦχον ἀρσενικὸν (οὐχὶ τὸ κοινῶς λεγόμενον ἀρσενικόν), Ἀριστ. Πρβλ. 38. 2, Θεοφρ. π. Λιθ. (κατὰ τὸν τύπον ἀρρεν-), Διοσκ. 5. 121, Στράβ. 726· ἴδε τὴν λέξ. σανδαράκη: ― ὡσαύτως, ἀρσενίκιον, τό, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 10, ἴδε Εὐστ. 913. 59.
Greek Monolingual
ἀρσενικόν και ἀρρενικόν, το και ἀρρενική, η (Α)
η κίτρινη σανδαράχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προελεύσεως. Ο τ. ανάγεται στο περσ. zarnīq «χρυσός, αυτός που έχει το χρώμα του χρυσού» (πρβλ. νεώτ. περσ.-αραβ. zarnīx, zarnīq «αρσενικό»). Στην Ελληνική εισήχθη μέσω της Σημιτικής (πρβλ. συρ. zarnīka «αρσενικό»), αφού συσχετίστηκε παρετυμολογικά με τους τ. αρρενικός, αρσενικός].
Russian (Dvoretsky)
ἀρσενικόν: τό предполож. желтый аурипигмент, по друг. мышьяк Arst.
Frisk Etymological English
ἀρρενικόν
Grammatical information: n.
Meaning: arsenic (Arist.).
Other forms: Also ἀρρενική f. (Gal.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] orient.
Etymology: Word of oriental origin, finally from MPers. *zarnīk golden, gold-coloured (cf. NPers. zarnīx, zarnīq id. and s. χλόη, χλωρός), prob. through a Semitic language (Syr. zarnīkā ), reshaped after ἀρσενικός, ἀρρενικός manly. Schrader-Nehring Reallex. s. v.
Frisk Etymology German
ἀρσενικόν: ἀρρενικόν
{arsenikón}
Forms: auch ἀρρενική f.
Grammar: n.
Meaning: Arsenik (Arist., Thphr., Str. usw.).
Etymology : Orientalisches LW, letzter Hand aus mpers. *zarnīk golden, goldfarbig (vgl. npers.-arab. zarnīx, zarnīq Arsenik und s. zu χλόη, χλωρός), wohl durch semitische Vermittlung (syr. zarnīkā Arsenik) mit volksetymologischem Anschluß an ἀρσενικός, ἀρρενικός männlich. Lewy Fremdw. 55 nach Lagarde; vgl. noch Hübschmann IF 19, 457 m. A. 4, Schrader-Nehring Reallex. s. v.
Page 1,152