αδιάκριτος

From LSJ
Revision as of 22:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιάκριτος, -ον)
1. αυτός που δεν διακρίνεται ή δεν διαχωρίζεται εύκολα, δυσδιάκριτος, αξεχώριστος, αδιαχώριστος
2. (εττίρρ.) αδιακρίτως
δίχως διάκριση, ανεξαιρέτως
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει διακριτικότητα, ο μη διακριτικός, περίεργος, αναιδής, αγενής
2. το ουδ. ως ουσ. το αδιάκριτο
η αδιακρισία
μσν.
1. αυτός που δεν έχει κρίση, απερίσκεπτος, επιπόλαιος
2. το ουδ. ως ουσ. το ἀδιάκριτον
απερισκεψία, επιπολαιότητα
αρχ.
1. ανάμικτος, ετερόκλητος, συγκεχυμένος, μπερδεμένος
2. ακατανόητος, ακατάληπτος
3. αναποφάσιστος
4. αχαλίνωτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + διακριτός < διακρίνω.
ΠΑΡ. ἀδιακρισία.