κατασήπω

From LSJ
Revision as of 11:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασήπω Medium diacritics: κατασήπω Low diacritics: κατασήπω Capitals: ΚΑΤΑΣΗΠΩ
Transliteration A: katasḗpō Transliteration B: katasēpō Transliteration C: katasipo Beta Code: katash/pw

English (LSJ)

A cause or allow to rot, X.Cyr.8.2.21:—Pass., rot away, ib.8.2.22; μὴ… κατὰ Χρόα πάντα σᾰπήῃ Il.19.27; ἕως ἂν κατασαπῇ Pl. Phd.86d; -σαπέντων τῶν καρπῶν CPHerm.6.16 (iii A.D.): so in pf. -σέσηπα Ar.Pl.1035, Philetaer.9. 2 metaph., cause or allow to linger, τοὺς ἀνθρώπους ἐν τοῖς πάθεσι Gal.10.264:—Pass., pine away, -σήπεσθαι ἐπὶ τῆς κλίνης ib.263; πρὸς ταῖς ἀλλοτρίαις θύραις -σαπῆναι Arr.Epict.4.10.20.

Greek (Liddell-Scott)

κατασήπω: κάμνω τι νὰ σαπίσῃ, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22.― Παθ., ἀόρ. β΄ κατεσάπην, καὶ μέλλ. κατασαπήσομαι, σαπίζω, σήπομαι καὶ καταπίπτω, μὴ… κατὰ… πάντα σαπήῃ Ἰλ. Τ. 27· ἕως ἂν τὰ ξύλα κατασαπῇ… καὶ κατασαπήσεσθαι Πλάτ. Φαίδων 86C· πρὸς ταῖς ἀλλοτρίαις θύραις κατασαπῆναι Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 10, 20· ἃ οὐ κατασήπεται Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· οὕτω καὶ ὁ πρκμ. κατασέσηπα Ἀριστοφ. Πλ. 1035.

French (Bailly abrégé)

1 tr. faire pourrir ; au Pass. (f.2 κατασαπήσομαι, ao.2 κατεσάπην) pourrir, être pourri;
2 intr. (au pf. κατασέσηπα) être pourri.
Étymologie: κατά, σήπω.

Greek Monolingual

κατασήπω (AM)
παθ. κατασήπομαι
φθίνω, λειώνω
αρχ.
1. κάνω ή αφήνω κάτι να σαπίσει («τὰ μὲν αὐτῶν κατορύττουσι, τὰ δὲ κατασήπουσι, τὰ δὲ ἀριθμοῡντες...», Ξεν.)
2. αφήνω κάποιον να αποχαυνώνεται («κατασήπειν τοὺς ἀνθρώπους ἐν τοῑς πάθεσι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σήπω «κάνω κάτι να σαπίσει»].

Greek Monotonic

κατασήπω: σαπίζω, αφήνω να σαπίσει, σε Ξεν. — Παθ., αόρ. βʹ κατ-εσάπην [ᾰ], Επικ. υποτ. γʹ ενικ. -σαπήῃ, με Ενεργ. παρακ. βʹ κατα-σέσηπα, φύομαι σαπισμένος, αποσυντίθεμαι, σαπίζω.

Russian (Dvoretsky)

κατασήπω: (pass.: fut. 2 κατασαπήσομαι, aor. 2 κατεσάπην)
1) подвергать гниению, гноить, pass. гнить, истлевать (οὔτε κατασήπεσθαι οὔτε λυμαίνεσθαι Xen.; ἐν δεσμωτηρίῳ Plut.): δείδω, μὴ … κατὰ χρόα πάντα σαπήῃ Hom. боюсь, как бы (тем временем) не истлело все тело (Патрокла); ἕως ἂν ἢ κατακαυθῇ ἢ κατασαπῇ Plat. (органические остатки существуют), пока они или не сгорят, или не сгниют;
2) (pf. κατασέσηπα) ирон. гнить, тлеть Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σήπω poët. conj. aor. pass. 3 sing. κατασαπήῃ act. met acc., causat., laten rotten:; τὰ δὲ κατασήπουσι een deel laten zij rotten Xen. Cyr. 8.2.21; laten wegrotten, in gevangenschap:. οὐδὲν ἀδικοῦντα με... κατασήποντας die mij zonder dat ik iets gedaan heb laten wegrotten Luc. 25.15. pass. intrans., met perf. κατασέσηπα rotten, vergaan:; κατὰ δὲ χρόα πάντα σαπήῃ (ik vrees dat) al zijn vlees zal rotten Il. 19.27 (tmesis); ἑως ἄν... κατασαπῇ totdat het vergaat Plat. Phaed. 86d; perf. verrot zijn:. κατασέσηπας jij bent verrot Aristoph. Pl. 1035.

Middle Liddell


to make rotten, let rot, Xen.:—Pass., aor2 κατ-εσάπην [ᾰ], epic 3rd sg. subj. -σαπήῃ, with perf. 2 act. κατα-σέσηπα, to grow rotten, rot away.