κτέρας

From LSJ
Revision as of 13:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτέρας Medium diacritics: κτέρας Low diacritics: κτέρας Capitals: ΚΤΕΡΑΣ
Transliteration A: ktéras Transliteration B: kteras Transliteration C: kteras Beta Code: kte/ras

English (LSJ)

τό, A = κτέανον, possession, Il.10.216, 24.235, cj. in Simon. 107.9, Trag.Adesp. in Gött.Nachr.1922.27. 2 gift., A.R.4.1550.

German (Pape)

[Seite 1518] ατος, τό, = κτέαρ, κτῆμα, Besitz; Il. 10, 216. 24, 235 u. sp. D., wie Ap. Rh. u. Coluth. – S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κτέρας: τό, = κτέανον, κτῆσις, κτῆμα, Ἰλ. Κ. 216, Ω. 235, Σιμων. 112. 2) δῶρον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1550.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
bien, possession.
Étymologie: cf. κτέρεα.

English (Autenrieth)

= κτέαρ, Il. 10.216 and Il. 24.235.

Greek Monolingual

κτέρας, τὸ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. κτήση, κτήμα, ιδιοκτησία
2. δώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιες παραμένουν τόσο η σύνδεση της λ. με τον τ. κτήμα όσο και η αναγωγή της σε θ. κτερ- «καίω». Ο τ. κτέρας μαρτυρείται μόνο στην ονομ. και αιτ. ενώ απαντά συχνότερα ο τ. του πληθ. κτέρεα, που σχηματίστηκε αναλογικά προς τη γεν. πληθ. κτερέων < κτεράων και χρησιμοποιούνταν με σημ. «νεκρικές προσφορές ή τιμές»].

Greek Monotonic

κτέρας: τό = κτέανον, κτήση, απόκτημα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κτέρας: τό Hom. (только nom. и acc. sing.) = κτέανον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτέρας, τό alleen nom. / acc., bezit.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. (only nom.)
Meaning: gift (K 216, Ω 235, A. R. 4, 1550), usu. pl. κτέρεα, -έων gifts for the dead, offer (Il.)
Other forms: on -ας : -εα Schwyzer 515, Chantraine Gramm. hom. 1, 210)
Compounds: As 2. member in ἀ-κτερής unburied (Orac. Sibyll., H.).
Derivatives: κτερε-ΐζω (-ίξω, -ίξαι), also with ἐν-, ἐπι-, συν-, (Il.) and κτερ-ίζω (-ιω, -ίσαι; Il.) bring gifts for the dead, bury ceremoniously (Schwyzer 735, Debrunner IF 40, 107ff., Ruijgh L'élém. ach. 83) with κτερίσματα pl. = κτέρεα (S., E.), -ισταί H. (= ταφῆες), ἀ-κτέριστος (S., Lyc.),-έϊστος (AP). On κτέρεα κτερεΐζειν Mylonas AmJArch. 52, 56ff.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Here also κτέρες νεκροί H., prob. constructed backformation (Solmsen IF 3, 98; against this Fraenkel Nom. ag. 1, 68); further prob. Πολύ-κτωρ (Hom.; after it Γανύ-κτωρ Plu., Paus.) as "much-spender" (Fraenkel l.c. with Solmsen; diff. [to κτάομαι] Schulze Kl. Schr. 79). Quite uncertain διάκτορος, s. v. No etymology; wrong ideas in Bq. S. also Arena, Ist. Lomb. 98 (1964) 3-32.

Middle Liddell

= κτέανον,]
a possession, Il.

Frisk Etymology German

κτέρας: {ktéras}
Forms: (nur Nom.)
Grammar: n.
Meaning: Geschenk (Κ 216, Ω 235, A. R. 4, 1550), gew. pl. κτέρεα, -έων ‘Totengeschenke, -opfer, -ehre’ (ep. seit Il.; zu -ας : -εα Schwyzer 515, Chantraine Gramm. hom. 1, 210).
Composita : Als Hinterglied in ἀκτερής unbestattet (Orac. Sibyll., H.).
Derivative: Davon κτερεΐζω (-ίξω, -ίξαι), auch mit ἐν-, ἐπι-, συν-, (ep. seit Il.) und κτερίζω (-ιω, -ίσαι; ep. poet. seit Il.) Totengeschenke darbringen, feierlich bestatten (Schwyzer 735, Debrunner IF 40, 107ff., Ruijgh L’élém. ach. 83) mit κτερίσματα pl. = κτέρεα (S., E.), -ισταί H. (= ταφῆες), ἀκτέριστος (S., Lyk.),-έϊστος (AP). Zu κτέρεα κτερεΐζειν Mylonas AmJArch. 52, 56ff. — Hierher noch κτέρες· νεκροί H., wohl konstruierte Rückbildung (Solmsen IF 3, 98; dagegen Fraenkel Nom. ag. 1, 68); in Betracht kommt ferner Πολύκτωρ (Hom.; danach Γανύκτωρ Plu., Paus.) als "Vielspender" (Fraenkel a.a.O. mit Solmsen; anders [zu κτάομαι Schulze Kl. Schr. 79 nach Pott). Ganz unsicher διάκτορος, s. d.
Etymology : Ohne Etymologie; verfehlte Erklärungen sind bei Bq notiert.
Page 2,34