μαῦλις

From LSJ
Revision as of 14:43, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαῦλις Medium diacritics: μαῦλις Low diacritics: μαύλις Capitals: ΜΑΥΛΙΣ
Transliteration A: maûlis Transliteration B: maulis Transliteration C: maylis Beta Code: mau=lis

English (LSJ)

(A), ιδος, or ιος, ἡ, A bawd, procuress, Hsch.: hence, μαυλ-ίζω, = μαστροπεύω, Id. s.v. μαστροπός, Sch.Ar.Nu.976:
μαῦλις (B), ἡ, A knife, acc. μαῦλιν Call.Aet.3.1.9; dat. μαύλιδι Nic. Th.706; nom. pl. μαύλιες AP15.25 (Besant.):—also μαυλία, ἡ, in acc. pl. -ίας, Sch.Th.1.6, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μαῦλις: -ιδος, ἢ ιος, ἡ, μαστροπός, προαγωγός, πορνοβοσκός, Ἡσύχ.· - μαυλίζω, = μαστροπεύω, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν μαυλιστής, οῦ, ὁ, = μαστροπός, Φώτ., Σουΐδ.· θηλ. -ίστρια, Σουΐδ. Ἐτυμ. Μέγ.· - μαυλιστήριον, τό, ὁ μισθὸς ἢ ἀμοιβὴ τοῦ πορνοβοσκοῦ, - «μαυλιστήριον· παρ’ Ἱππώνακτι (Ἀποσπ. 126), Λύδιον νόμισμα, λεπτόν τι» Ἡσύχ. ΙΙ. μάχαιρα, δοτ. μαύλιδι Νικ. Θ. 706· ὀνομ. πληθ. μαύλιες Ἀνθ. Π. 15. 25· - ὡσαύτως μαυλία, ἡ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 6, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ιος (ἡ) :
c. μαυλίς.

Greek Monolingual

(I)
μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) μαστροπός, προαγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. μαῦλις (Ι) συνδέεται με ένα αμάρτυρο επίθ. της λυδικής mav-lis < Mavś, όνομα λυδικής θεότητας, της Μεγάλης Μητέρας (πρβλ. Μαύα, Μαύ-εννα, Μαύσωλος) με επίθημα -li- δηλωτικό κατοχής, κυριότητας, οπότε η λ. αρχικά θα σήμαινε «αυτή που ανήκει στη Μεγάλη Μητέρα Mavś», απ' όπου η σημασία «πόρνη» (πρβλ. και λ. μαῦλις [II]). Κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. μαῦλις (Ι) (< μασ-υλιδ-) συνδέεται με την οικογένεια του μαίομαι (πρβλ. μαστροπός) ή με τη λ. μήτηρ (πρβλ. ματρυλεῖον)].
(II)
μαῡλις, -ιδος και -ιος, ἡ (Α)
μαχαίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το μαῦλις (Ι), με την προϋπόθεση ότι η λυδική θεότητα (βλ. λ. μαῦλις [Ι]) προστάτευε τον στρατό με μέταλλο, μαχαίρι].

Russian (Dvoretsky)

μαῦλις: ιος ἡ нож Anth.

Frisk Etymological English

1
Grammatical information: ?
Meaning: μάχαιρα. καὶ ἡ μισθωτὸν ποιοῦσα H.
Derivatives: μαυλίζω = μαστροπεύω (H., sch.) with μαυλιστής m. (Cat. Cod. Astr., Phot., Suid.), f. μαυλίστρια (Suid., sch., EM); μαυλιστήριον παρ᾽ Ίππώνακτι, λύδιον νόμισμα (λέμισμα cod.) λεπτόν τι H.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]X [probably] Lyd.
Etymology: Chain of hypotheses by Jongkees Acta Or. 16, 146ff.: from Lyd. *mav-lis, adj. of *Mavś, Lydian name of the mother goddess Magna mater (in Asia Minor PN as Μαυα, Μαυ-εννα, Μαυ-σσ-ωλλος a. o.), also prop. belonging to Mavs, where 1. = μάχαιρα, as the Magna mater was considered as protecting goddess of metal weapons; 2. woman decoted to M., who acts as prostitute for money; 3. coin of M. (with added -τήριον). Criticism by Masson, Hipponax 178f.
2, -ιδος, -ιος
Grammatical information: f.
Meaning: knife (Call., Nic., AP, H., Suid., sch.).
Etymology: s. on μαῦλις 1.

Frisk Etymology German

μαῦλις: 1.
{maũlis}
Meaning: μάχαιρα. καὶ ἡ μισθωτὸν ποιοῦσα H.
Derivative: Davon μαυλίζω = μαστροπεύω (H., Sch.) mit μαυλιστής m. (Cat. Cod. Astr., Phot., Suid.), f. μαυλίστρια (Suid., Sch., EM); μαυλιστήριον· παῤ ‘Ιππώνακτι, λύδιον νόμισμα (λέμισμα cod.) λεπτόν τι H.
Etymology : Hypothesenkette von Jongkees Acta Or. 16, 146ff.: von lyd. *mav-lis, Adj. von *Mavś, lydischer Name der Muttergöttin Magna mater (in kleinas. EN wie Μαυα, Μαυεννα, Μαυσσωλλος u. a.), also eig. ‘der Mavś gehörig’, woher 1. = μάχαιρα, weil die Magna mater als Schutzgöttin der Metallwaffen betrachtet wurde; 2. ‘der M. geweihte Frau’, die sich für Geld prostituiert; 3. ‘Münze der M.’ (mit hinzugefügtem -τήριον).
Page 2,186
2. -ιδος, -ιος
{maũlis}
Grammar: f.
Meaning: Messer (Kall., Nik., AP, H., Suid., Sch.).
See also: — S. zum μαῦλις 1]].
Page 2,186