ἄσπαρτος

From LSJ
Revision as of 00:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσπαρτος Medium diacritics: ἄσπαρτος Low diacritics: άσπαρτος Capitals: ΑΣΠΑΡΤΟΣ
Transliteration A: áspartos Transliteration B: aspartos Transliteration C: aspartos Beta Code: a)/spartos

English (LSJ)

ον, of land, A unsown, untilled, Od.9.123; but ἡ ἄ. the sea, Lib.Eth.24.4. 2 of plants, not sown, growing wild, Od.9.109, Numen. ap. Ath.9.371b.

German (Pape)

[Seite 373] unbesäet, ἄσπαρτος καὶ ἀνήροτος, νῆσος, Od. 9, 123; ungesäet, τά γ' ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται ibid. 109; Numen. Ath. IX, 371 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non ensemencé;
2 non semé, non planté, qui pousse sans culture.
Étymologie: ἀ, σπαρτός.

English (Autenrieth)

(σπείρω): unsown, Od. 9.109 and 123.

Spanish (DGE)

-ον sin cuerdas ἄ. χαμεύνη Did.CP 14.30a.
-ον
1 no sembrado de la tierra inculto de la isla de los Cíclopes ἀ. καὶ ἀνήροτος Od.9.123, γαῖα Orac.Sib.3.6.47
subst. τὸ ἄσπαρτον la (tierra) no sembrada Plot.2.4.16
ἡ ἄ. la (región) no sembrada, e.d. el mar Lib.Eth.24.4
de plantas silvestre πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ' ἄμπελοι Od.9.109, cf. Numen.Her.SHell.582.
2 en lit. crist. del nacimiento de Cristo que no procede de fecundación τὰς ἀσπάρτους δὲ καὶ ἀλοχεύτους ... ὠδῖνας Thdt.Qu.in De.42
fig. de pueblos carente de siembra e.d. no evangelizado ἀνήροτον μὲν καὶ ἄσπαρτον τῶν Γαλατῶν τὸ γένος Thdt.M.82.460B.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄσπαρτος, -ον) σπείρω
(για αγρό) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε
νεοελλ.
1. (για σπόρους δημητριακών, οσπρίων κ.λπ.) αυτός τον οποίο δεν έχουν σπείρει ακόμη («άσπαρτα φασόλια»)
2. το ουδ. ως ουσ. άσπαρτο, το
το φυτό ερύγγιο το πεδινό, το βοτάνι της αγάπης, το μοσκάγκαθο
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν αναπαράγεται με σπορά, ο αυτοφυής
2. αποδίδεται στην παρθενική γέννηση του Χριστού («τὰς ἀσπάρτους ὠδίνας»)
3. α) ο ακαλλιέργητος, ο βάρβαρος
β) μτφ. αυτός που δεν έχει δεχθεί τον σπόρο της διδασκαλίας του Ευαγγελίου («ἄσπαρτον γένος»).

Greek Monotonic

ἄσπαρτος: -ον (σπείρω
1. λέγεται για τη γη, άσπαρτος, ακαλλιέργητος, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για φυτά, αυτός που δεν σπέρνεται, αυτός που φυτρώνει μόνος του, αυτοφυής, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄσπαρτος:
1) незасеянный, т. е. невозделанный (sc. γῆ Hom.);
2) несеянный, т. е. дикорастущий (sc. φυτά Hom.).

Middle Liddell

σπείρω
1. of land, unsown, untilled, Od.
2. of plants, not sown, growing wild, Od.